ἀνθολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθολογῶ Ἤπ. - ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,218 - Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βλαστ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἀνθολογῶ.

Σημασιολογία

1) Συλλέγω ἄνθη Ἤπ. - Λεξ. Περίδ. Αιν Βλαστ.: ᾎσμ. Καὶ ᾿ς τὴν κορφὴ τῶν λουλουδιˬῶν μελίσσι ἀνθολογάει Ἤπ. 2) Συλλέγω τὸ ἄριστον μέρος πράγματός τινος ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ᾿Εβγῆκε Χάρως θεριστὴς κρυφὰ ν᾿ ἀνθολογήσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/