ἀνθοπλοκάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοπλοκάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθοπλοκάδι τό, ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 129 - Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνθος καί πλοκάδι.
Σημασιολογία
Περιπλεκόμενος ἢ ἑρπυστικὸς κλάδος φυτοῦ ἀνθισμένος: Τ᾿ ἀγιˬόκλημα γέμισε ἀνθοπλοκάδιˬα Λεξ. Δημητρ. - Ποίημ. Γελοῦσαν ὅλοι τῆς Κορίνθου οἱ δρόμοι ἀπὸ μυρτεˬές κι ἀνθοπλοκάδιˬα.... ΓΜαρκορ. ἔνθ’ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA