ἀνθοσπαρμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθοσπαρμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνθοσπαρμένος ἐπίθ. Πελοπν. (᾿Αργ.) κ. ἀ. - ΚΠαλαμ. Βωμ. 181
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνθος καὶ τοῦ σπαρμένος μετοχ. τοῦ ρ. σπέρνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐσπαρμένος δι’ ἀνθέων: ᾊσμ. Τὸ Μάι μῆνα βγαίνω ᾿γὼ σὲ κῆπο ἀνθοσπαρμένο Ἄργ. - Ποίημ. Κιˬ ἂς τὸ εἰποῦνε τά κισσόδεντρα κ’ οἱ βραγιˬὲς οἱ ἀνθοσπαρμένες ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνθόσπαρτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA