ἀνθόσπαρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθόσπαρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθόσπαρτος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ ἐπιθ. σπαρτός.

Σημασιολογία

Ἀνθοσπαρμένος, ὃ ἰδ. || Ποίημ. ’Σ ἕνα ἐκεῖ δροσόνερο κιˬ ἀνθόσπαρτο λιβάδι, ’ς ἐρημωμένη ἐκεῖ γωνιˬά, σὲ χαμωδέντρι ἕνα βλέπω ’ς τὰ μαῦρα μιˬὰ φτωχὴ καί θλιβερὴ παρθένα ΦΠανᾶ Λυρικ. 384

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/