ἀνθοστέφανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοστέφανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθοστέφανο τό Πελοπν.(Βασαρ.) - ΓΒλαχογιάνν. Μέγαλ. Χρόν. 124

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ ἄνθος καὶ στεφάνι.

Σημασιολογία

Στέφανος ἐξ ἀνθέων ἔνθ᾽ ἀν.: Πλέκουν ἀνθοστέφανα καὶ τὰ φοροῦν ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Νὰ μάσωμε λουλούδιˬα καὶ τριαντάφυλλα, νὰ φκε͜ιάσωμε στεφάνιˬα κι ἀνθοστέφανα Βασαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/