ἀνθοστόλιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοστόλιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθοστόλιστος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθος καὶ τοῦ ἐπιθ. *στολιστὸς < στολίζω ἢ ἐκ τοῦ ἀνθοστολίζω.

Σημασιολογία

Ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀνθέων σύνηθ. : ᾎσμ. ᾿Απρίλι μου ἀνθοστόλιστε, Μάι μου κανακάρι Λεξ. Δημητρ. - Ποίημ. Ἀδέρφιˬα παλληκάριˬα μου, ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου καὶ γονατίσετε μ᾿ ἐμέ, ὁ κόσμος ’ς τὴ χαρά του εἶν’ ἀνθοστόλιστη ἐκκλησιˬὰ κ’ ἐδῶ μᾶς παραστέκει ἐκεῖνος ποῦ τὴν ἔχτισε γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦμε ΑΒαλωρ. Ἔργα 3,181

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/