ἀνθοτύρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθοτύρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθοτύρι τό, ΙΔραγούμ. Σαμοθρ.2 31 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀθ-θοτύρι Ρόδ. ἀθοτύρι Νάξ. ἀθοτέρι Θάσ. ἀφοκῃρύξι Τσακων. ἀφοκυˬούι Τσακων. ἀνθότυρο Λεξ. Δημητρ. ἀνθότυρου ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) ἀθ-θότυρον Ρόδ. ἀτ-τότυρον Ρόδ. ἀθότυρο ᾿Αντικύθ. Κρήτ. Νάξ. Σίκιν. - Λεξ. Βυζ. Περίδ. ἀθότερο Πάρ ἀφότυρο Θρᾴκ. (Βιζ.) ἀνθότυρος ὁ, ΜΛελέκ. Ἐπιδόρπ. 181 - Λεξ. Δημητρ. ἀθ-θότυρος Ἰκαρ. Κάρπ. Ρόδ. Τῆλ. ἀτ-τότυρος Ρόδ. ἀθότυρος Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Σίφν. κ. ἀ ἀθότυρους Ἴμβρ. ἀθότ’ρους Θάσ. ἀθότυρυς Σαμοθρ. ἀφόκυˬουρε Τσακων ἀθοτύρα ἡ, Σίφν. ἀφόκυˬουζη Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄνθος καὶ τυρι Ὁ τύπ. ἀφότυρο καὶ οἱ λοιποὶ μετὰ τοῦ φ ἀντὶ τοῦ θ ἔχουν τοῦτο κατ᾿ ἀνομ Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾶ. 25 (1913) 290.

Σημασιολογία

1) Εἴδος ἐκλεκτοῦ τυροῦ περιέχοντος πολὺ πάχος καὶ διὰ τοῦτο θεωρουμένου ὡς ἄνθους τοῦ τυροῦ Κρήτ.: Παροιμ. Δὲν τρώει ὁ γάιˬδαρος ἀθότυρο (ἐπὶ ἀναξίου ἀξιοῦντος μεγάλα πράγματα). 2) Ἡ μυζήθρα ἔνθ᾽ ἀν.: Μᾶς προσπέρασε ἕνας βοσκὸς μὲ ἀνθοτύριˬα σὲ μαντήλι ΙΔραγούμ. ἔνθ’ ἀν. Φέτους δὲ μπόρ’σαμ' νὰ κάνουμ’ πουλὺ ἀθότ’ρου Θάς. || Παροιμ Βρομ’ ό ᾿Οβρα͜ιός ἀτός του, | βρομεῖ κιˬ ἀθ-θότυρός του (ἐπὶ τῶν κατὰ πάντα βρομερῶν) Κάρπ. Κιˬ’ ὡς βρομεῖ ἀνθότυρός σου, | ἔτσι σκανίζεις κιˬ ἀπατός σου (συνών. τῇ προηγουμένῃ. σκανίζεις = βρομεῖς) ΜΛελέκ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Νά ’τον ἡ θάλασσα τυρὶ κιˬ ὁ ἄμμος μακαρούνιˬα καὶ τὰ βουνὰ ἀθότυρος και᾿ τὰ δεdρὰ πιρούνιˬα Κρήτ. 3) Τυρὸς εὐτελοῦς ποιότητος κατασκευαζόμενος μετὰ τὴν ἀφαίρεσιν ἐκ τῆς μυζήθρας τοῦ βουτύρου Ἴμβρ. Σαμοθρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/