ἀνθουλλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθουλλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθουλλάκι τό, σύνηθ. ἀθουλλάκι Πελοπν.(Λακων.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνθούλλι.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν ἄνθος: Ποίημ. Δέντρα ἥμερα φῶς ἀνθισμένα, | κοντὰ κοτσάνιˬα, μιˬὰ σταλεˬὰ καὶ τ᾿ ἀνθουλλάκιˬα καρφωμένα ’ς τοῦ κλώνου ἀπάνου τὴ θηλε͜ιὰ ΤἌγρας ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολ. 9. Συνών. ἀνθάκι. 2) Πάθησίς τις εἰς τὴν ρίζαν τῶν ὀδόντων Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA