ἀνθόφυλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθόφυλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθόφυλλο τό, ΜΜαλακάσ. Ἀσφόδ. 66 ΚΧρηστομ. Κερέν. κούκλ. 57

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀνθόφυλλον.

Σημασιολογία

Πέταλον ἄνθους ἔνθ’ ἀν.: Κ’ ἐκείνη ἦτον ἴδια παπαρούνα μ᾿ ἀνοιγμέν’ ἀνθόφυλλα ΚΧρηστομ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Μήτε τ᾽ ἀνθόφυλλα τ᾽ Ἀπρίλι τόσο ἁβρά, σὰν τὰ κόκκινα τὰ χείλη τὰ λαμπρά. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. καὶ Βέλθανδρ. καὶ Χρυσάντζ. στ. 292 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 221) «καὶ τ᾿ ἀνθοφύλλου ὁ πλασμὸς πολλὰ ὡραιωμένος».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/