ἀνθρωπάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωπάκι τό, Νάξ.(Γαλανᾶδ.) Πελοπν.(Βούρβουρ. Λακων.) κ. ἀ. - LRoussel Grammaire 296 Λεξ. Δεὲκ Κουμαν. ’Ηπίτ. Μπριγκ. Μ. Ἐγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Πρω. ἀνθρωπάτζι Τσακων. ἀθρωπάκι ᾿Ιων. (Κρήν.) Σῦρ. ἀθρωπάτσι Μέγαρ. ἀθρουπάι Χίος (Μεστ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άκι. Ἡ λ. καί παρά Πορτ. Περί τῆς ἀποβολῆς τοῦ κ ἐν τῷ τύπ. ἀθρουπάι πβ. ΗΡernot Phonet. des parlers de Chio 443 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μικρὸς τὸ σῶμα ἄνθρωπος, ἀνθρωπίσκος ἔνθ’ἀν. : Τί ἀνθρωπάκιˬα εἶναι τοῦτα! Βούρβουρ. Οἱ καλικαντζαραῖοι εἶναι κἄτι ἀθρωπάτσιˬα μικρὰ, Μέγαρ. Συνων. ἀνθρωπαπάκι, ἀνθρωπάκις, ἀνθρωπάκος, ἀνθρωπαράκι, ἀνθρωπάριˬο, ἀνθρωπάρις, ἀνθρωπέλλι 1, ἀνθρωπίτσης, *ἀνθρωπούδης, *ἀνθρωπούδι, ἀνθρωπούκι, ἀνθρωπούλλης, ἀνθρωπόπουλλο. 2) Ἄνθρωπος ἐλλιπὴς τὸν νοῦν, μωρὸς Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀνθρωπακάκι, ἀνθρωπάριˬο 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA