ἀνθρωπάριˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπάριˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωπάριˬο τό, Πελοπν. (Λακων.) ᾽θρωπάρι Κεφαλλ. Κύθηρ. ’τρωπάρι Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀνθρωπάριον. Τύπ. ἀνθρωπάρι καὶ παρὰ Πορτ.
Σημασιολογία
1) Ἀνθρωπάκι 1, ὃ ἰδ. Κύθηρ. Πελοπν. (Λακων.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀθρωπάρι ᾿Ικαρ. καὶ Ἀθ-θρωπάρι Κάρπ. 2) Ἀνθρωπάκι 2, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Λακων.) 3) Ἀνάθημα ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν, τὸ ὁποῖον φέρει ἔκτυπον τὴν εἰκόνα τοῦ ἰαθέντος ἀνθρώπου ἢ καὶ μόνον τοῦ νοσήσαντος μέλους του Κέρκ. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA