ἀνθρωπάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνθρωπάρις ὁ, ΔΒουτυρ Τριανταδύο διηγ. 67
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις.
Σημασιολογία
Ἀνθρωπάκι 1, ὃ ἰδ. : Ὁ ἀνθρωπάρις κρατοῦσε μιˬὰ λουρίδα ἑνὸς ρούχου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA