ἀνθρωπέα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπέα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνθρωπέα ἡ, Πελοπν. (Λακων.) Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) ἀθρωπεˬὰ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀθρουπεˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀρθωπέα Πόντ. (Κερασ. κ. ἀ.) ἀρθεπέα Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έα -εˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,240 καὶ 246.
Σημασιολογία
Ὀσμὴ ἀνθρώπου ἔνθ’ ἀν.: Μυρίζ’ ἀθρωπεˬᾶς Σαρεκκλ. Ἀρχί’σε νὰ μυρίζ’ται καὶ νὰ λέ’, ἀθρωπεˬᾶς μυρίζ’ (ἐκ παραμυθ.) Γέν. Κἄτ’ ἀρθωπέας μυρίζει Κερασ. Συνών. ἀνθρωπίλα, ἀνθρωπουλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA