ἀνθρωπέλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπέλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωπέλλι τό, ἀμάρτ. ἀθρουπέ’ Λέσβ. (Πάμφιλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έλλι.
Σημασιολογία
1) Ἀνθρωπίσκος, μικρὸς ἄνθρωπος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπάκι 1. 2) Εἰκών, παράστασις ἀνθρωπαρίου: Γέμ’σι τὴ φ’λλάδα τ᾽ ἀθρουπέλλιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA