ἀνθρωπήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνθρωπήσιˬος ἐπίθ. Βιθυν. ἀνθρουπήσιˬους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρώπινος ἔνθ’ ἀν.: Κρέατα ἀνθρουπήσιˬα Ἀδριανούπ. Τοὺ κρεˬὰς ἔ᾽ σ’λλήσιˬα μυρουδιˬὰ κι᾽ τοὺ ψουμὶ ἀνθρουπήσια (ἐκ παραμυθ.) Αἶν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA