ἀνθρωπίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθρωπίζω Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ.) ἀθρωπίζω Βιθυν. Πόντ. (Τραπ.) ἀθρουπίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἀλμ.) Στερελλ. Λέσβ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνθρωπίζω.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀνθρωπεύω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. : Αὐτὸς δὲ θ’ ἀθρωπίσῃ κἀμμιˬὰ βολὰ Βιθυν. Καὶ μετβ. Κάμνω τινὰ νὰ φαίνεται ἄνθρωπος καθὼς πρέπει, ἐξανθρωπίζω τινὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) β) Κάμνω τινὰ εὐπρεπῆ, εὐπρεπίζω Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἐγὼ φορίζω κιˬ ἀνθρωπίζω σε κ᾽ ἐσὺ ᾽κ᾽ κούς! (ἐγὼ σὲ ἐνδύω καὶ σὲ εὐπρεπίζω καὶ σὺ δὲν ὑπακούεις! ᾿κ᾿ κούς ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀκοῦς). 2) Μέσ. καλυτερεύω τὴν κοινωνικὴν μου θέσιν Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἡ νύφη ἀνθρωπίστηκε (συζευχθεῖσα μετ’ ἀνδρὸς ἀνωτέρας κοινωνικῆς τάξεως ἐξυψώθη κοινωνικῶς). Πβ. ἀνθρωπεύω, ἀνθρωπινεύω, ἀνθρωπύνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/