ἀνθρωπίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνθρωπίλα ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) – ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάν. 132 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀνθρουπίλα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀθρωπίλα Εὔβ. (Κύμ.) Θρᾴκ. (Γέν.) Μέγαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
Ἡ ὀσμὴ τὴν ὀποίαν ἀναδίδει τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ἔνθ’ ἀν.: Σφουγγάρ’σε νὰ μὴ μυρίζ’ ἀθρωπίλας τὸ σπίτ’ Γέν. Μυρίζ’ ἰκεῖ κουντὰ ἀνθρουπίλις Ἀδριανούπ. Ἅμα ὠσμίστηκαν τὴν ἀνθρωπίλα τὰ σκυλλιˬὰ τῆς στρούγγας χύθηκαν ἀλυχτῶντας ΧΧρηστοβασ. ἔνθ’ ἀν. Τὸ βαγόνι μύριζε ἀνθρωπίλα Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀνθρωπέα, ἀνθρωπουλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA