ἀνθρωπισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνθρωπισμὸς ὁ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνθρωπισμός.
Σημασιολογία
Συμπεριφορὰ καὶ τρόποι εὐγενεῖς : Δείχνει ἔχει ἀνθρωπισμὸ ὁ δεῖνα. Δὲν ἔχει ἀνθρωπισμὸ ἀπάνω του. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπιˬὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA