ἀνθρωποκέφαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωποκέφαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθρωποκέφαλο τό, Θρᾴκ. (Βιζ.) ἀθρωποκέφαλο Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.) -ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 41

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθρωπος καὶ κεφάλι.

Σημασιολογία

Κρανίον ἀνθρώπου ἔνθ’ ἀν.: Ὁ Λιˬάκας ἔβαλε στοίχημα νὰ πάῃ μεσάνυχτα ᾿ς τὸ χωνευτήρι καὶ νὰ γεμίσῃ μιˬὰ σακκούλλα ἀθρωποκέφαλα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. ||ᾎσμ. Βρίσκω τὰ φίδιˬα τυλιχτά, τὲς ὄχεντρες πλεμένες, βρίσκω τ᾿ ἀνθρωποκέφαλα, δὲν ἠμπορῶ νὰ ζήσω Βιζ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/