ἀνθρωπολόγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπολόγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνθρωπολόγι τό, ἀμάρτ. ἀθρωπολόι LRoussel Grammaire 295
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγι.
Σημασιολογία
Πλῆθος ἤ συρφετὸς ἀνθρώπων, πολλοὶ ἄνθρωποι. Συνών. ἀνθρωπομάζωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA