ἀνθρωπονόητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπονόητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνθρωπονόητος ἐπίθ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) - ΚΠασαγιάν. Μοσκ. 23 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀθρωπονόητος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τοῦ ἐπιθ. νοητός.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων νοημοσύνην ἀνθρώπου, ἐπὶ ζῴων ἔνθ᾽ ἀν.: Σκυλλὶ ἀθρωπονόητο Μάν. ᾿Φτοῦνο τὸ ζῷ εἶν᾽ ἄλλο πρᾶμα, ἀνθρωπονόητο! Βούρβουρ. Εἶναι ἀνθρωπονόητα τὰ βόιδα, ἀκοῦς; ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/