ἀνθρωποπερνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωποπερνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθρωποπερνῶ ἀμάρτ. ἀθρωποπερνῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τοῦ ρ. περνῶ.
Σημασιολογία
Εὑρίσκομαι εἰς καλὴν ὁπωσδήποτε οἰκονομικὴν κατάστασιν, δὲν στενοχωροῦμαι οἰκονομικῶς, περνῶ ὡς ἀρμόζει εἰς ἄνθρωπον. Συνών. ἀνθρωποπορεύομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA