ἀνθρωποπορεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωποπορεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθρωποπορεύομαι ἀμάρτ. ἀθρωπορεύομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τοῦ ρ. πορεύομαι.
Σημασιολογία
Ἀνθρωποπερνῶ, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA