ἄνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἄνθρωπος ὁ, κοιν. ἄνθρωπο Τσακων. ἄνθρουπους βόρ. ἰδιώμ. ἄνθραπους Θρᾴκ. (Καραγ.) ἄντρωπος Πελοπν. (Γέρμ. Λάκων Λεντεκ.) Πόντ. (Σινώπ.) ἄντρωπο Ἀπουλ. (Μαρτ. κ.ἀ.) ἄντρουπους Μακεδ. (Βέρ. κ.ἀ.) ἄdχρουπο Καλαβρ. (Καρδ.) ἄθ-θρωπος Κάρπ. Κῶς Μεγίστ. Νίσυρ. κ. ἀ. ἄτθρωπος Κάλυμν. Κῶς ἄθρωπος κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. ἄθρωπο Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων. ἄθρουπους βόρ. ἰδιώμ. ἄρθωπος Ἰκαρ. Νάξ. Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Μπριγκ. ἄχρωπος Κύπρ. Ρόδ. ἄγρωπος Κύπρ. ἄδρωπος Κύπρ. Ρόδ. ἄτρωπος Καππ. (Φερτ.) Χίος ( Λιθ.) ἄταρπος Μαριούπ. ἄρτουπους Καππ. (Σίλ.) ἄτωπο Τσακων. ἄτουπο Τσακων. ἄρωπος Καππ. (Ἀξ.) ἄρωπος Καππ. (Ἀραβάν. κ.ἀ.) ἄρουπος Πόντ. (Σεμέν.) ἄραμπους Καππ. (Μισθ.) ἄφωπος Σαμοθρ. ἄνθρεπος Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἄθρεπος Μακεδ. (Γκιουβ.) Μύκ. Πόντ. (Κερασ. Σαράχ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) ἄθρεπο Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ. (Σαράχ.) ἄθερπος Μακεδ. (Γκιουβ.) ἄρθεπος Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) ἤρχεπος Καππ. (Γούρτον.) ἄνθριπους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἄθριπους Θρᾴκ. (Αἶν.) Κυδων. Λέσβ. ἄθιιπους Σαμοθρ. ἄφιπους Σαμοθρ. ἄιπους Σαμοθρ. ἄτρεπος Κάσ. ἄντρεπο Ἀπουλ. ἄτρεπο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄθρωπο τό, Καππ. (Ἀνακ. Φερτ.) Θηλ. ἀνθρώπισσα Θήρ. Νάξ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἄνθρωπος. Ὁ τύπ. ἄθρωπος καὶ μεταγν. Πβ. KDietrich Untersuch 116.
Σημασιολογία
1) Τὸ λογικὸν ζῷον ἄνθρωπος κοιν. καὶ Ἀπουλ Καλαβρ. Καππ. Πόντ. Τσακων.: Ἄνθρωπος ἄδικος - ἄτιμος –δίκαιος - τίμιος κττ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι. Εἶναι δύσκολο νὰ γνωρίσῃ κἀνεὶς τὸν ἄνθρωπο. Σὰν ἄθρωπος ἔσφαλα κ’ ἐγὼ κοιν. || Φρ. Δάσκαλος ἄνθρωπος ἢ παππᾶς ἄνθρωπος κττ. (ὅταν κάμνῃ κἄτι ἀπρεπές, ἀσυμβίβαστον πρὸς τὴν κοινωνικὴν του θέσιν). Ἔγινεν ἄλλος ἄνθρωπος (μετεβλήθη). Δὲν εἶδα ἄνθρωπο (οὐδένα). Εἶναι ἄνθρωπος τῆς κρεμάλας - τοῦ παλουκιˬοῦ - τοῦ σκοινιˬοῦ κττ. (ἐπὶ ἀνθρώπου ἐξώλους) κοιν. Ὁ δεῖνα μυρίζει σωστὸς ἄνθρωπος (ἐπὶ ἀνθρώπου καλοῦ) Κύπρ. || Παροιμ. Φρ. Ἄθρωπο βλέπεις, καρδιˬὰ δὲν ξέρεις (δυσχερὴς ἡ κατανόησις τοῦ χαρακτῆρος ἑκάστου). Ἄνθρωπος τ’ ἀνθρώπου ’μο͜ιάζει, καὶ τὸ πρᾶμα τοῦ πραμάτου (ἐπὶ ὁμοιότητος) πολλαχ. Ἡ λ. ὡς παρωνύμ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. β) Ἄνθρωπος καθὼς πρέπει, καλός, εὐάγωγος, ἐνάρετος, προσηνὴς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄκουσέ με, ἂν θές νὰ γίνῃς ἄνθρωπος. Μὲ τέτο͜ια μυˬαλὰ ποτὲ δὲν θὰ γίνῃς ἄνθρωπος. Μίλα καὶ σὺ σὰν ἄνθρωπος μιˬὰ φορά. Τὸν ἔκαμα ἄθρωπο καὶ τώρα δὲν τὸ ξέρει κοιν. Ἔν’ ἄθρωπος τοὺς ἀθρώπους (ἄριστος μεταξὺ τῶν ἀρίστων ἀνθρώπων) Κύπρ. Ἀβοῦτος ἄνθρωπος ᾿κ᾿ ἔν᾿ (αὐτὸς δὲν εἶναι καλὸς ἄνθρωπος) Κερασ. || Φρ. Μπαίνεις κ᾿ ἐσὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; (πρὸς ἄνθρωπον εὐτελῆ). Ἄνθρωπος μιˬὰ φορά! (ἐπὶ ἀνθρώπου καλοῦ ἢ εἰρωνικῶς ἐπὶ εὐτελοῦς). Χαρὰ ’ς τὸν ἄνθρωπο! (περιφρονητικῶς) κοιν. || Παροιμ. Ἄθρουπου γύριψις, πουλὺ πρᾶμα γύριψις (σπάνιοι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι) Ἴμβρ. Σμίξου μ᾿ ἄνθρωπον νὰ ᾿ινῇς ἄνθρωπος (ἡ μετὰ τῶν χρηστῶν συναναστροφὴ καθιστᾷ τινα ἐπίσης χρηστὸν) Μεγίστ. Βεζίρης ἔγινες͵ ἄνθρωπος δὲν ἔγινες (ἐπὶ τῶν εἰς μεγάλα ἀξιώματα ἀνελθόντων, ἀλλὰ μὴ ἐχόντων ἀνθρωπισμὸν) Πελοπν. Ἐν τῇ σημ. ταύτῃ ἐνιαχοῦ εὔχρηστος μᾶλλον ὁ τύπ. ἄνθρωπος ἀντιδιαστελλόμενος μάλιστα πρὸς τὸν τύπ. ἄθρωπος λεγόμενον περιφρονητικῶς Κρήτ. Κύμ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Λακων.) Σύμ. κ. ἀ. : Αὐτὸς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἄθρωπος ἔνθ’ ἀν. ᾿Εν Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν.) ἡ φρ. βρὲ τὸν ἄθρωπο! λέγεται ἐπὶ ὄνου. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 5105 (ἔκδ. JSchmitt) «καὶ λέγει των μετὰ χολῆς, οὐκ εἶστε γὰρ ἀνθρώποι | νὰ ἐντρέπεστε κ᾽ αἰσχύνεστε ρόγαν νὰ μὲ ζητᾶτε». γ) ᾿Εν τῷ πληθ., οἰ δημογέροντες ὡς οἱ κατ’ ἐξοχὴν καθὼς πρέπει ἅνθρωποι. Λέσβ. : Θὰ σὶ πάγου ’ς τσ᾽ ἀθρώπ’. 2) Ὁ ἀνὴρ κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γυναῖκα Ἀπουλ. (Μαρτ.) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. Καππ. (Ἀνακ.) Κεφαλλ. Κύπρ. Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Τσακων. κ.ἀ.: Τρεῖς ἀθρώπ᾿, μιˬὰ γυναῖκα κ᾽ ἕνα παιδὶ Φιλιππούπ. Ἔν᾽ ἀντροπὴ ν᾽ ἀνακατανών-νουνται οἱ γεναῖτες μὲ τοὺς ἀθρώπους Κύπρ. Σεῖς εἶστ’ ἀθρώπ᾿͵ ’μεῖς ᾿ναῖτσις Λέσβ. || Παροιμ. φρ. Ἕναν κουμμάτιν ἄνθρουπους κι᾽ δικουχτὼ γυναῖκις (δεκαοκτὼ γυναῖκες δὲν ἰσοφαρίζουν πρὸς ἕνα ἄνδρα) Λιβύσσ. || ᾎσμ. Ἀντρώποι, παλληκάριˬα, κοράσιˬα, θυατέραι, νὰ ἔρτετε ν᾿ ἀκούσετε ἓν τραβουντάι γρῆκο Μαρτ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. 3) Ὁ σύζυγος Θήρ. Κύπρ. Λέσβ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σύμ. Τσακων.: Εἶdα κάν’ ἄθρωπός σου; Λεῦκ. ᾿Εν ἔν᾿ ξαπόλυτη, ἔει ἄγρωπον (ξαπόλυτη = ἐγκαταλελειμμένη ’ς τοὺς δρόμους) Κύπρ. Νὰ χαρῆτε τὸν ἄτωπό ντι! (νὰ χαρῇς τὸν σύζυγόν σου!) Τσακων. Θηλ. ἀνθρώπισσα, ἡ σύζυγος Θήρ. Νάξ. 4) Ὁ διατελῶν ἐν τῇ ὑπηρεσίᾳ τινός, ἐργάτης ἢ ὑπηρέτης Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θήρ. Θρᾴκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) – Λεξ. Αἰν. Βυζ.: Ἦρθα μὲ τὸν ἄθρωπό μου Ἀρκαδ. Ἔβαλα τὸν ἄνθρωπο νὰ σκάψῃ Κέρκ. Ἔστειλα τὸν ἄνθρωπό μου Φιλιππούπ. Εἰδοποίησα τὸν ἄνθρωπο μου νὰ φέρῃ τὸ ζῷο Θήρ. Ἔει ἀθρώπους ταὶ δουλεύκουν Κύπρ. Βάλε ἀδρώπους πολλοὺς νὰ τελε͜ιώσουν γλήορις τὴν δουλε͜ιάν σου Κύπρ. 5) Συγγενής, οἰκεῖος Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σύμ. Σῦρ κ. ἀ. - Λεξ. Περιδ.: Ἔχασα τὸν ἄνθρωπό μου Φιλιππούπ. Ἄν πάς ᾿ς τοῦν ἀνθρωπῶνε σου, πές τους νὰ κάμουμε καλὰ (νὰ συμβιβασθῶμεν) Μάν. Ἐκάρτσωσα ὅλοι τσ᾽ ἀνθρώποι ποῦ ’τον ἀξεκάρτσωτοι (ἐκάρτσωσα = ἐνέδυσα μὲ κάλτσες) Νάξ. 6) Ἡ ἐχέτλη τοῦ ἀρότρου (ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος) Κύπρ.: Ἔσπασεν ὁ ἄθρωπος τ᾿ ἀλέτρου τ’ ᾿εννὰ πάω νὰ τὸν σάσω (διορθώσω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA