ἀνθρωποσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωποσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνθρωποσύνη ἡ, ΙΔραγούμ. Μαρτ. αἷμα2 51 - Λεξ. Κουμαν. ἀρωποσύνη Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
1) Ἀνθρωπότης ΙΔραγουμ ἔνθ’ ἀν. : Ὅταν περπατοῦσε, ἦταν σὰ νὰ πήγαινε νὰ σώσῃ τὴν ἀνθρωποσύνη. Συνών. ἀνθρωπότη 2. 2) Εὐγενὴς συμπεριφορά, ἀνθρωπισμὸς Καππ. (Ἀραβάν.) - Λεξ. Κουμάν. Συνών. ἀνθρωπιˬὰ 1, ἀνθρωπισμός, ἀνθρωπότη 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA