ἀνθρωποσωρὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωποσωρὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνθρωποσωρὸς ὁ, ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 90

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄνθρωπος καὶ σωρός.

Σημασιολογία

Πλῆθος, ἄθροισμα ἀνθρώπων: Ἕνας ἀξιωματικὸς ὥς ἑξήντα χρονῶν περνάει την ἀποβάθρα βςαστικὰ σὰν κἄπο͜ιονε γυρεύοντας, σταματάει κοντὰ ’ς τὸν ἀνθρωποσωρό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/