ἀνθρωπότη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθρωπότη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνθρωπότη ἡ, ἀνθρωπότης λόγ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ἀνθρωπότη πολλαχ. ἀνθρωπότες Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀνθρωπότε Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) ἀνθρωπότ Πόντ. (Χαλδ.) ἀθρωπότη Κρήτ. Νίσυρ. Πόντ. (Τραπ.) Σῦρ. ἀθρωπότε Πόντ.(Οἰν.) ἀθρουπότη Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀρθεπότ Πόντ. (Χαλδ.) ἀνθρωπότητα Πόντ. (Χαλδ.) – Lroussel Grammaire 303 ἀρθωπότητα Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀνθρωπότης. Ὁ τύπ. ἀνθρωπότητα καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἢ ἡ ἰδιότης τοῦ ἀνθρώπου Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.): Ἀνθρωπότης ἔν᾽, ἐμπορεῖ νὰ γίνεται κ᾽ ἕναν πα κουσούρ᾿ (ἀνθρώπου φύσιν ἔχομεν, δυνατὸν νὰ συμβῇ καὶ κἀνὲν σφάλμα) Χαλδ. || Φρ. Ἀνθρωπότες εἴμαστε! (ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἔχει τὰς ἀδυναμίας της) Κερασ. 2) Τὸ σύνολον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Αὐτὰ ἔχει ἡ ἀνθρωπότη! (ἐπὶ συμβάντος φυσικοῦ, ἀλλ᾽ ἀπροσδοκήτου καὶ δυσαρέστου) πολλαχ. Συνών. ἀνθρωποσύνη 1. 3) Ἡ εὐγένεια τοῦ ἤθους, ὁ ἀνθρωπισμὸς Κρήτ. Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.): Αὐτὸς δὲν ἔχει ἀνθρω-πότη Κρήτ. || Παροιμ Δὲν πουλοῦν τὴν ἀθρωπότης (ἡ εὐγένεια τοῦ ἤθους εἶναι ἀρετὴ ἔμφυτος ἢ προσκτᾶται δι᾿ ἀγωγῆς, ἀλλ᾽ οὐχὶ διὰ χρημάτων) Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπιὰ 1. 4) Αἰδώς, εὐσχημοσύνη Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA