ἀνθρωπούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνθρωπούδι τό, ἀθρωπούδιν Κύπρ. ἀθρωπούιν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος διὰ τὴς παραγωγικὴς καταλ. -ούδι.

Σημασιολογία

1) Ἀνθρωπάριον, κοντὸς ἄνθρωπος Κύπρ.: Ἆ ᾿δε εἶντα ἀδρωπουδιν τ’ ἔν’ πεήντα γρονῶν! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπάκι 1. 2) Νέος ὅστις δεικνύει σύνεσιν καὶ φρόνησιν ἀνδρὸς Κύπρ.: Ἔν’ ἀθρωπούδιν ταὶ συντυχάν-νει καλλύτ-τερα ’ποῦ τοὺς μεˬάλους (συντυχάν-νει = ὁμιλεῖ).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/