ἀνθρωπουλεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθρωπουλεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνθρωπουλεˬὰ ἡ, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,240 ἀνθρωπουλὲ Δ. Κρήτ. ἀνθρωπολεˬὰ Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ουλεˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,240.

Σημασιολογία

Ἡ ὀσμὴ ἡ ἀναδιδομένη ὑπὸ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸς βρομεῖ ἀνθρωπουλεˬᾶς Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθρωπέα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/