ἀνθύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνθύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνθύνω Πόντ. (Κερασ.) ἀθ-θύνου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀνθῶ.
Σημασιολογία
1) Εἶμαι πλήρης ἀνθέων, ἀνθοφορῶ Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνθῶ 1. 2) Θάλλω, ἀναγεννῶμαι Πόντ. (Κερασ): Ἀνθύνει ὁ φέγγον (σελήνη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA