ἀνθῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνθῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνθῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. ἀνθοῦ Τσακων. ἀθ-θῶ Κάρπ. Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Τῆλ. ἀθ-θοῦ Λυκ. (Λιβύσσ) ἀτθῶ Χίος ἀτ-τῶ Σύμ. Νίσυρ. ἀνθε͜ιῶ Παξ. ἀθ-θε͜ιῶ Κάρπ. ἀθκε͜ιῶ Κύπρ. ἀτ-τε͜ιῶ Σύμ. ἀθῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) ᾽θ-θε͜ιῶ Κάσ. Ρόδ. ἀνθίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. ἀνθίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀθ-θίζω Ἰκαρ. Κάρπ. Κάσ. Μεγίστ. Ρόδ. Σέριφ. Τῆλ. ἀθ-θίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) ἀθ-θίζου Εὔβ. (Ἀνδρων.) Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀτθίζω Κάλυμν. Νίσυρ. ἀτ-τίζω Κύπρ. (Ἀμμόχ.) ἀθίζω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.) ἀθίζου βόρ. ἰδιώμ. ᾿θ-θίζω Ρόδ. ᾽τ-τίζω Ρόδ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνθῶ. Ὁ τύπ. ἀθ-θῶ καὶ παρὰ Μεουρσ. Ὁ τύπ. ἀθίζω καὶ παρὰ Βλάχ. Ὁ τύπ. ἀνθε͜ιῶ ἐκ τοῦ γ΄. ἑνικ. ἀνθεῖ.

Σημασιολογία

1) Φέρω ἄνθη, ἀνθοφορῶ σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Ροχούδ.) Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Ἀρχίσαν ν᾽ ἀνθοῦν τὰ δέντρα. Ἀνθήσαν οἱ ’μυγδαλεˬές. Λεμονεˬὲς - μηλεˬὲς - νεραντζεˬὲς ἀνθισμένες κοιν. Τὰν ἄνοιξι ἁ γῆ ἔνι ἀνθοῦα Τσακων. || Παροιμ. Ξένο κῆπο εὔκου ν᾽ ἀνθήσῃ ὁ ἐδικός σου (μελέτα τὰ καλὰ διὰ νὰ ἀποκτήσῃς καλὰ) Κρήτ. Σὰν ἀποθάνω ᾽γώ, θέλετε δέντρα ἀνθίστε, θέλετε κάνετε καρπό, θέλετε ξεραθῆτε (ἐπὶ τῆς ἀδιαφορίας διὰ τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν μετὰ θάνατον) Αἴγιν. Ἡ ἀλήθκε͜ια ἀθκεῖ (ἀποκρυπτομένη ἡ ἀλήθεια ἀνθεῖ σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἀποκαλύπτεται) Κύπρ. || ᾌσμ. Θέλω ν᾽ ἀτθίσουν τὰ κλαδιˬά, τὸ χιˬόνι δὲν τ’ ἀφίνει Νίσυρ. Θαμάζομ' ὁdὸ προπατῇς, πῶς δὲν ἀθοῦν τἀ δέdρη, πῶς δὲ ραΐζουν τὰ στενά, μοναχογιˬὲ κιˬ ἀφέdη Κρήτ. Τὰ δέντρη σήμ-μερον ἀθκε͜ιοῦν τ’ ἐγιˬώνυ μαρανίσκω Κύπρ. Τὰ ἄθ ἀθοῦν τὴν ἄνοιξι κ᾽ ἡ κόρ’ τὸ μεθοπώριν Χαλδ. Καὶ μεταβιβαστ. κάμνω νὰ ἀνθήσῃ Κάρπ.: ᾎσμ. Μάρτι κιˬ Ἀπρίλι δροσερὲ π᾿ ἀθ-θεῖτε τὰ λουλούδιˬα Συνών. ἀνθοβολῶ, ἀνθοκοπῶ, ἀνθύνω 1, ἀνθωλουλουδίζω, λουλουδίζω. 2) Εὑρίσκομαι ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας μου Ζάκ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Κύπρ. Νίσυρ. Πόντ. (Κερασ.) Τσακων. Χίος κ.ἀ.: Ὁ δεῖνα ἀνθεῖ καὶ λουλουδίζει Κρήτ. Ἀθεῖ καὶ ἀθεύγεται Χίος || ᾎσμ. Κιˬ ὁ νοικοκύρις τοῦ σπιτιˬοῦ ἀτ-τεῖ καὶ λουλουδίζει Νίσυρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. 3) Εὑρίσκομαι ἐν πλήρει φλεγμονῇ, ἐπὶ πληγῶν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.): Τὸ μιμ-μίτιν σου ἀθκεῖ καὶ πυρῶν-νει (μιμ-μίτιν = ἐριθρὸν ἐξάνθημα τοῦ προσώπου) Κύπρ. 4) Σχηματίζω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ἀφρὸν κατόπιν βρασμοῦ, ἀφρίζω, ἐπὶ γάλακτος Κρήτ. Νάξ. (Φιλότ.): Σὰν ἀθίσῃ τὸ καζάνι, ρίχνεις τὸ ἀνέχυμα Κρήτ. Ἀθεῖ τὸ χάρκωμα αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/