ἀνιδεˬὰζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιδεˬὰζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνιδεˬὰζω ᾿νεδεˬάζω Θρᾴκ. (Γέν.) Μέσ. ἀνεδεˬάζομαι Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἰδεˬάζω.
Σημασιολογία
1) Γεννῶ εἴς τινα τὴν ἰδέαν, τὴν γνῶσιν πράγματός τινος, καθοδηγῶ πρός τι Θρᾴκ. (Γεν.): ᾿Νέδεˬασέ τηνα πῶς πλέκεται αὐτεινὰ ἡ ταντέλλα. 2) Μέσ. λαμβάνω αἴσθησιν, γνῶσιν πράγματός τινος, ἀντιλαμβάνομαι Κρήτ.: ᾌσμ. Καὶ κρεμῶ το ᾽ς τὰ δοκάριˬα | κ᾿ οἱ ποdικοὶ τ᾿ ἀνεδεˬαστῆκαν (ἐνν. τὸ τυρὶ) Κ’ ἐκεῖ τ᾿ ἀνεδεˬαστήκανε λαγούδιˬα καὶ περδίκιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA