ἀνίκητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνίκητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνίκητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀνίκετος Πόντ. (Τραπ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀνίκητος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ νικηθῇ, ἀήττητος: Ποίημ. Ἐσύ ᾽σαι ἀλάθευτη θεὰ κιˬ ἀνίκητη παρθένα, ἐσὺ καὶ δὲ γεννήθηκες ἀπὸ κοιλιˬὰ μητέρας ΚΠαλαμ. Ὕμν. Ἀθην.2 41.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA