ἀνίσως

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνίσως

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Σύνδεσμος

Τυπολογία

ἀνίσως σύνδ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνίσους βόρ. ἰδιώμ. ἀνισῶς Θήρ. Σκίαθ. ἀνὶς Προπ. (Ἀρτάκ. καὶ ἀνίσως) ἀνούσους Πόντ. (Οἰν.) ἀνοὺς Πόντ. (Οἰν.) ἀdίσως Τῆν. ἀdέσως Θήρ. ἀνισωστὰ Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) Ἰων. (Καράμπ.) Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ. Σουδεν. κ.ἀ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀ’σουστὰ Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. ἀνίσωστα Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀνίσουστα Ἤπ͵ Λέσβ. Μακεδ. ἀνινσουστὰ Ἤπ. ἀνισωστὰς Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κρήτ. Νάξ. Παξ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) ἀνισουστὰς Σάμ. ἀνισωντὰ Θρᾴκ. ἀνισωντὰς Θρᾴκ. ἀνίσωντας Κύπρ. ἀνίχωντας Κύπρ. ἰσωστὰς Παξ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ὁ μεσν. σύνδ. ἀνίσως ἐκ τοῦ ἂν καὶ ἴσως. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΣΨάλτην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918|20) 41. Μεσν. εἶναι καὶ ὁ τύπ. ἀνισῶς Πβ. Μαχαιρ 1,136 (ἔκδ. RDawkins) «ἀνισῶς καὶ εἶναι ἀπελεύθεροι τῶν Γενουβήσων». Περὶ τοῦ τύπ. ἀνούσους ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 24. Ὁ τύπ. ἀνισωστὰ ἐκ παρεκτάσεως κατ’ ἀναλογίαν καθὰ καὶ χωρὶς – χωριστὰ κττ., περὶ οὗ φαινομένου ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ Ἐπετ. Πανεπ. 7 (1910|11) 80 καὶ ΣΞανθουδ. ἐν Ἐρωτοκρ. 496. Ὁ τύπ. ἀνινσουστὰ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὴν φρ. ἄν εἶν᾿ σουστά. Ὁ τοῦ τόνου ἀναβιβασμὸς εἰς τὸν τύπ. ἀνίσωστα κλπ δι᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀνίσως. Οἱ τύπ. ἀνὶς καὶ ἀνοὺς κατ᾽ ἀποβολὴν τοῦ ἀτόνου ου τοῦ ἀνίσους - ἀνούσους. Τὸ ἀνίχωντας κατά τινα παρετυμ. τὸ δὲ ἰσωστὰς κατ᾿ ἀνομοιωτικὴν ἐν συνεκφορᾷ ἀποβολὴν τοῦ ἀν-. τύπ. ἀνισωστὰς καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Α στ. 130 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 689 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Σύνδεσμος ὑποθετικὸς συνήθως μετὰ τοῦ καὶ συνεκφερόμενος, διὰ τοῦ ὁποίου εἰσάγονται προτάσεις. 1) Ὑποθετικαὶ σημαίνουσαι ἁπλῆν ὑπόθεσιν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀνίσως καὶ ἔρθῃ, νὰ μὲ φωνάξετε. ᾿Ανίσως καὶ φύγῃ, θὰ φύγω κ’ ἐγὼ σύνηθ. ᾿Ανισωστὰς κ᾽ ἔρχεσαι, νὰ καρτερέσω, εἰδεμή, νὰ φύγω Πελοπν. Ἀνισωστὰς καὶ τὸνε δῇς, πές του ποῦ τὸν θέλω Κέρκ. ᾿Ανίσουστα κὶ πιτύχῃς, ἰγὼ κόβου τοὺ κιφάλι μ᾿ Λέσβ. Ἀνισωστὰ κ᾿ ἦρθε καλὸς τοῦ καλοῦ, εἰδεμή, βλαστήμα τα Κυνουρ. Ἀνίσωντας τ’ ἔχω χαμπάριν, ν᾿ ἀστράψ’ ὁ Θεὸς ταὶ νὰ μὲ κάψῃ Κύπρ. || ᾌσμ. Ἀνίσως κιˬ ἄλλον ἀγαπῶ καὶ θέλω γιˬὰ νὰ φύγῃς, σπαθὶ βαστᾷς ᾽ς τὴ μέση σου, κόψε μου τὸ κεφάλι Πελοπν. Θάνατο, κόρη μου, νὰ ἰδῶ, ἀνισωστὰς δὲ σ᾿ ἀγαπῶ. -Θἀνατο κ᾽ ἐγὼ νὰ λάβω, ἰσωστὰς καὶ δὲ σὲ πάρω Παξ. Συνών. ἅμα Β 2, ἄμποτε 1, ἄν 1, ἀνὲν 1. Πβ. ἂν - κιˬ - ἂν. 2) Πλάγιαι ἐρωτηματικαὶ πολλαχ.: Τὸν ρώτησε ἀνίσως καὶ εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποῦ λένε. 3) Προτάσεις δηλοῦσαι ἄρνησιν Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Ἀνίσως κ᾿ ἔρθῃ σήμερα (δὲν πιστεύω νὰ ἔλθῃ, δὲν θὰ ἔλθῃ). Ἀνίσως κ᾿ ἔγραψε τὸ γράμμα (δὲν τὸ ἔγραψε). Πιστεύεις νὰ πῆγε ᾿κεῖ ποῦ τοῦ εἴπαμε; - Ἀνίσως (δὲν τὸ πιστεύω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/