ἀνιψιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιψιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνιψιˬὰ ἡ, ἀνιψία Σίφν. ἀνιψιˬὰ Εὔβ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Σίφν. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ᾿Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀ᾿ψιˬὰ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄνιπτος. Πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ νιφθῇ τις, ἡ ἀκαθαρσία τοῦ προσώπου. Συνών. ἀνιφτίλα 1, ἀνιφτούκλα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA