ἀνιψίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνιψίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνιψίδι τό, ἀνεψίδι Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Κομ. Γαζ. (λ. ἄμναμος) ᾿Ηπίτ. Πρω. Δημητρ. ἀνιψίδι σύνηθ. ἀνιψίδ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ ἀ’ψίδ’ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κόνιτσ. κ. ἀ.) ἀμ’ψίδ' Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Κοζ. Σιάτ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνιψιˬὸς ἢ ἀνίψι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Ἀνιψάκι, ὅ ἰδ., σύνηθ.: Εἶναι ἄντρες τ᾽ ἀνιψίδιˬα σου ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 34. Νά σου ζήσουν τ᾽ ἀνιψίδιˬα σου! Παξ. Τό ’χου άμ’ψίδ' αὐτὸ τοὺ πιδὶ Ζαγόρ. || Γνωμ. Τ᾿ ἀνιψίδιˬα εἶναι ἀπονιψίδιˬα (ἀπονίμματα) Ζάκ. || ᾎσμ. Γύρισε πίσω, ἀντραδερφή, Ἐλένη ξακουσμένη, γιˬὰ νὰ μοῦ πάρῃς τὸ παιδί, τὸ δόλιˬο σ᾿ ἀνιψίδι Πελοπν. (Λιβάρτζ.) 2) Ἔγγονος μικρὸς τὴν ἡλικίαν Μακεδ. (Βέρ. Νάουσ.): Ἀνιψίδ᾽ ἀποὺ τὴν κόρη μου. Συνών. ἰδ. ἑν λ. ἀνίψι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/