ἀνιψιˬόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνιψιˬόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνιψιˬόπουλλο τό, ἀμάρτ. ἀνεόπουλλον Πόντ. (Χαλδ.) ἀνεψόπ’λλον Πόντ. ( Οἰν.) ἀνεψόπ'λλο Πόντ. (Οἰν.) ἀνεψιˬόπ’λλο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ) ἀνιψιˬόπ’λλο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀμ’ψόπ’λλου Ἤπ. ἀνεόπον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀνίψι ἢ ἀνιψιˬός.
Σημασιολογία
1) Ἀνεψιὸς ἢ ἀνεψιὰ μικρᾶς ἡλικίας ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνιψάκι. 2) Ἔγγονος μικρᾶς ἡλικίας Πόντ. (Χαλδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνίψι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA