ἀνιψιˬὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνιψιˬὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνιψιˬὸς ὁ, ἀνεψιˬὸς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οὶν.) ἀνεψίος Μέγαρ. Πόντ. (Ὄφ.) ἀνεψίο Πόντ. (Ὄφ.) ἀνεψὸς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) κ.ἀ. ἀνεψὸς Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνεψὸ Τσακων. ἀνεὸ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀνεφσίο Ἀπουλ. ἀνεσπίο Καλαβρ. (Βουν.) ἀνετ-τσίο Ἀπουλ. ἀνιψιˬὸς κοιν. ἀνιψίος Κύθηρ. Μέγαρ. Πόντ. (Ὄφ.) ἀνιιˬὸς Κύπρ. ἀνιψὸς πολλαχ. ἀνιὸς Κύπρ. Μακεδ. (Γκιουβ.) Χίος (Μεστ.) ἀ᾽ψὸς Σάμ. ἀνίος Πόντ. (Σινώπ) ἀνιφσίο Ἀπουλ. ἀνισφίο Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἀνισπίο Καλαβρ. (Βουν. Ροχούδ.) ἀνισθίο Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἀνιτ-τσίο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀμ’ψιˬὸς Μακεδ. (Σιάτ.) ἀμ’ὸς Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνιψιός͵ ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀνεψιὸς κατὰ προληπτικὴν ἀφομ. Ὁ τύπ. ἀνιψὸς καὶ ἐν κώδικι Ρ. στ. 7188 τοῦ Χρον. Μορ. (ἕκδ. JScmitt). Καὶ ὁ τύπ. ἀνεψίος μεσν. Πβ. Βουστρών (ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 2,426) «νὰ μὲν θελήσῃ νὰ πάρῃ τὸν πρῶτόν της ᾶνιψίον ἄντραν». Περὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἐν τῷ τύπ. τούτῳ πβ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ 12 (1915|6) 14 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Ἐξάδελφος Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Κύπρ.: Ἐψὲς τὴν νύχταν ἐπεράσαμεν μὲ τὲς ἀνειˬὲς ταὶ μὲ τοὺς ἀνειοῦς μας ’ς τοῦ Γιˬαν-νακοῦ τὸ σπίτιν Κύπρ. || ᾌσμ. Ἄν-νοιξέ μ᾽, ἀνεψιˬούλλα μου, κ’ εἴμαστιν ἀνεψιˬάδες Κύπρ. Ἡ μάννα σου τσ᾿ ἡ μάννα μου βρεθῆκαν ἀερφάες, ἡ μάννα μου κόρην ἔκαμεν τσ᾽ εἴμαστιν ἀνιιˬάες Κύπρ. Ἡ σημ. ἀρχ. Συνών. ἀνίψι 1, ἀνιψούλλης 1, ξάδερφος. 2) Ὁ υἱὸς τοῦ ἀδελφοῦ ἢ τῆς ἀδελφῆς εἴτε καὶ τῶν ἐξαδέλφων κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.): Πο͜ιός ; - Τοῦ γαιˬδάρου ὁ ἀνιψιˬός! (λέγεται πρὸς τὸν διακόπτοντα τὴν συζήτησιν καὶ ἐρωτῶντα διὰ τοῦ πο͜ιὸς) πολλαχ. Ὁ ἀνεψιˬός μου εἶναι πολὺ καλὸς Ἀθῆν. Μ᾿ ἀγαπάουνε οἱ ἀνιψιˬάδες μου Μέγαρ. Τ᾽ ἐμόνα ἡ ἀνεψία ἔντρισε (ἡ ἀνεψιά μου ὑπανδρεύθη) Ὄφ. Τ' ἐσόνα ἀνεψίο ἔρθε αὐτόὓ. || ᾎσμ. Βρὲ, ποῦ εἶσαι, Κώστα μ᾿ ἀνιψιˬέ, καὶ Κώστα βαφτιστήρι; ἀγν. τόπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. JKalitsunakis Mittel – Neugr. Erklar. 43 σημείωσ. 3 καὶ ΔΠαππούλ. ἐν Πρακτ. Ἀκαδ. Ἀθην. 4 (1929) 423 κἑξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνίψι 2. 3) Ἔγγονος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ.) Σέριφ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνίψι 3. 4) Τὸ τέκνον τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου ἐκ προτέρου γάμου, πρόγονος Νάξ. (Ἀπύρανθ.). Συνών. προγόνι, προγονός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/