ἀνιψούλλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνιψούλλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνιψούλλης ὁ, Ἀθῆν. ἀνιιˬούλλης Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνιψιˬὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλλης.

Σημασιολογία

1) Ἐξάδελφος Κύπρ.: Ἦρτεν ὁ ἀνιψιούλλης σου ποὺ τὸ χωρκόν. || ᾎσμ. Εἶντα ’εις, ἀνιιˬούλλα μου, τ’ εἶσαι λαουρκασμένη, λαουρκασμένη τ' ἄρρωστη ταὶ παραπονεμένη; (λαουρκασμένη=χωρὶς ὄρεξιν, ἀδιάθετος). Συνών. ἀνίψι 1, ἀνιψιˬὸς 1, ξάδερφος. 2) Ἀνεψιὸς μικρὸς τὴν ἡλικίαν Ἀθῆν. Κέρκ. : ᾎσμ. Ἀπὸ τί σ᾽ ἔχω, ἀνιψιˬούλλα μου, ποῦ πρωτοθε͜ιὰ μὲ κράζεις, -Δὲν εἶμαι τσ᾽ ἀδερφῆς σ᾽ παιδὶ τσῆ μαυροπαdρεμένης; Κέρκ. Συνών. τοῦ θηλ. ἀνιψιδίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/