ἀννάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀννάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀννάλι τό, Λέσβ. (Μυτιλήν.) ἀννά’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀννάλιˬα ἡ, Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μανδαμᾶδ.) ᾿ννάλιˬα Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Λατιν. annalis. Ὁ τύπ. ἀννάλιˬα ἡ, προῆλθεν ἐκ τοῦ πληθ. τοῦ τύπ. ἀννάλι.

Σημασιολογία

1) Τὸ αἷμα τὸ ὁποῖον ἀφαιρεῖ τις καθ’ ἕκαστον Μάιον ἐκ τοῦ ποδὸς διὰ λόγους θεραπευτικοὺς ἔνθ' ἀν.: Πῆρα ἀννάλι Μυτιλήν. || Φρ. Παίρνου ἀννάλια (προκαλῶ τραῦμα διὰ μαχαίρας εἰς τὴν κνήμην ἀποσπῶν τεμάχιον κρέατος πρὸς ἐπίδειξιν γενναιότητος) Λέσβ. Βγάνει ᾽ννάλιες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κρήν. 2) Ἡ οὐλὴ ἑκουσίως κατενεχθέντος τραύματος Λέσβ. (Ἀγιάσ.): Εἶχι τὰ πουδάρια d᾽ γιμᾶτα ἀννάλιις 3) Φυτόν τι χρησιμοποιούμενον ὡς μαγικὸν φίλτρον, ὅπερ ἐπιδενόμενον εἰς τὴν χεῖρα ἀνδρός, τὴν ὁποίαν ἕνεκα τῶν ἐρεθιστικῶν αὐτοῦ ἰδιοτήτων ἀμύσσει ἐλαφρῶς, καταπείθει τὴν ἐρωμένην του νὰ συγκατατεθῇ εἰς τὸν μετ’ αὐτοῦ γάμον Θρᾴκ. (Μάδυτ.): ᾎσμ. Κὶ τοὺ ἀννά’ ἰρώτησα κὶ ’κεῖνου μὶ τοὺ εἶπι πῶς μ᾽ ἀγαπᾷς ψυχόπουνα κι ὄχι μαριουλιμένα (ἐπῳδ. ἣν λέγει ὁ ἐπιδένων εἰς τὴν χεῖρα του τὸ ἀννάλι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/