ἄνο͜ιαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄνο͜ιαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄνο͜ιαστος ἐπίθ. ἀνέννο͜ιαστος Βιθυν. Θρᾴκ. (Καλλίπ. κ.ἀ.) -Λεξ. Μπριγκ. ἀνέγνο͜ιαστος Ἤπ. Κρήτ. Λευκ. Παξ. Πελοπν. (Τριφυλ.) κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Δωδεκ. Γύφτ.3 55 ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 110 ΧΧρηστοβασ. Τιμὴ 14 -Λεξ. Κομ. Περίδ. Ἠπίτ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀνέγνο͜ιαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀέννο͜ιαστους Θεσσ. ἄνοιαστος πολλαχ. ἄγνοιαστος πολλαχ. ἄγνοιαστους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νοιαστὸς<νοιάζομαι. Ὁ τύπ. ἀνέννοιαστος ἐκ τοῦ μεσν. ἀνεννοίαστος. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. στ. 2209 (ἔκδ. WWagner σ. 304) «ἄθλιβος, ἀνεννοίαστος, ποθοαμεριμνημένος». Ὁ δι᾿ ἀνομ. τύπ. ἀέννοιαστος καὶ παρὰ Γερμ. Ὁ τύπ. ἀνέγνο͜ιαστος καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 727 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀνέγνο͜ιαστοι κι ἀμέριμνοι εἶν’ τοῦτοι, θυγατέρα».
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ φροντίζων περὶ οὐδενός, ἄφροντις, ἀμέριμνος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄγνο͜ιαστος ἄνθρωπος. Ἄγνο͜ιαστη γυναῖκα πολλαχ. ’Σ ὅλ᾿ τ᾽ τὴ ζουὴ ἔζ’σ’ ἀνέγνοιαστους͜ Ζαγόρ. Ἀνέννοιαστος ἄθρωπος αὐτὸς Βιθυν. Πιδά' ἄγνο͜ιαστου αὐτεῖνου τώρα, δὲ σ’λλουγᾶτ' τίπουτα Αἰτωλ. || Ποιήμ. Γύφτε ἀνέγνο͜ιαστε, κουβάλησε | καὶ πελέκησε καὶ χτίσε ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὴν ἀγκαλεὰ τῆς μάννας | ἐβύζανες ἀνέγνο͜ιαστη, χωρὶς χολὴ ᾽ς τὰ στήθηˬα ΧΧρηστοβασ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀδιανόητος, ἀμέριμνος, ἀνέννο͜ιος 1, ξένο͜ιαστος. β) Ἀνύποπτος Λεξ. Δημητρ.: Ἀνέγνο͜ιαστος ᾿πομένει ὁ ἄντρας της. Συνών. ἀνέννο͜ιος 2, ἀντί. ἀνέμπιστος γ) Ὁ στερούμενος φροντίδων ἢ ὁ μὴ προξενῶν φροντίδας, ἥσυχος πολλαχ.: Περνάει μιˬὰ ζωὴ ἄγνο͜ιαστη Παξ. || Ποίημ. Κιˬ ὦ ἀγάπες σεῖς ἀνέγνο͜ιαστες ποῦ βρίσκαμε τὸ βράδυ ΠΒλαστὸς ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐλήφθη φροντίς, ὁ ἀμεληθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Ἀνέγνο͜ιαστο ἀμπέλι – λα͜ιοστάσι - περιβόλι. || Παροιμ. Σούρτα φέρτα ’ς τὸ παζάρι καὶ τὸ σπίτι ἀνέγνο͜ιαστο (ἐπὶ ματαιοσχόλων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA