ἀνοιγουριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγουριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοιγουριˬάζω ἀμάρτ. ἀνοιουριˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνοιγούρι.

Σημασιολογία

Ι) Ἐκφύω βλαστοὺς, ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων: Ἐνοιούριˬασεν τὸ γέννημα. ‘Ενοιουριˬάσαν τὰ φασόλιˬα μας πάλι. Ἀκούς πῶς ἐνοιουριˬάσαν οἱ φασολεˬὲς κ᾽ ἔχουνε καὶ τοῦ κόσμου τὰ βιδέλλιˬα ’πάνω (βιδέλλιˬα=μικροὶ λοβοὶ φασηόλων). ΙΙ) Τελματοῦμαι: Ἀνοιουριάζει ὁ τόπος. Ἐνοιουριˬάσαν οἱ στράτες καὶ δὲ bορεῖς νὰ πατήσῃς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/