ἀνοίγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοίγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοίγω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀνοίgω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀν-νοίγω Κύπρ. Χίος (Βολισσ.) ἀνοίγου βόρ. ιδιώμ καὶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονιστρ. Κύμ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀνοίω Ἄνδρ. Ἀπουλ. (Καλημ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Ὀρτάκ. Περίστασ.) Ἴος Κέως Κίμωλ. Κύθν. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Φιλότ. κ.ἀ.) Νίσυρ. Παξ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πάτμ. Πελοπν. (Κυνουρ. Οἰν.) Σέριφ. (καὶ ἀνοίγω) Σίφν. ἀνο͜ιῶ Πελοπν. (Σουδεν.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.) –ΔΣολωμ. 149 καὶ 247 -Λεξ. Δεὲκ (λ. ἀννο͜ιῶ) ἀνοίου Εὔβ.(Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Σάμ. Στερελλ. ( Αἰτωλ.) ἀν-νοίω Ἰκαρ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος (Βολισσ. Λιθ. Πυργ.) κ.ἀ. ἄν-νοιω Χίος (Αὐγών. Λιθ.) ἀν-νοίου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀνοίζω Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισσ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σούρμ. κ.ἀ.) ἀνοίζου Καππ. (Σίλ.) ἀνοίφτω Ἀπουλ. (Μαρτιν. κ.ἀ.) ἀνοίντου Τσακων. ᾽νοίγω Ἰων. (Ἀλάτσατ.) Κῶς Ρόδ. Σύμ. ᾿νοίω Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Νίσυρ. Πάτμ. Σύμ. ᾿ν-νοίω Κῶς Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ᾿νοίζω πολλαχ. καὶ Καππ. ’νοίφτω Ἀπουλ. (Καλημ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀνοίγω. Ὁ τύπ. ἀνοίζω ἐκ τοῦ ἀορ. ἄνοιξαβ κατὰ τὸ σχῆμα ἔσταξα-στάζω κττ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Κεκλεισμένον τι ἢ πεφραγμένον ἢ κεκαλυμμένον ἀποκαλύπτω, ἀποσφραγίζω ἢ ἀποφράττω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβαν. Σίλ. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀνοίγω τὸ παράθυρο - τὴν πόρτα - τὸ φεγγίτη. Ἀνοίγω τὸ βαρέλλι - τὴ δεξαμενὴ - τὸ κιβώτιο - τὸ μπουκκάλι - τὸ πιθάρι. Ἀνοίγω ἀχινοὺς – κουτιὰ κονσέρβες - στρείδια. Ἀνοίγω τὰ μάτια - τὸ στόμα - τὰ χείλη - τὸ δωμάτιο - τὸ σπίτι. Ἀνοίγω τ᾽ αὐτοκίνητο (βραχυλ. ἀντὶ τὴν πόρτα τ᾽ αὐτοκινήτου) κοιν. Ἀνοίγω κρασὶ - μοσκᾶτο - ρετσίνα (βραχυλ. ἀντὶ ἀνοίγω βαρέλλι μὲ κρασὶ κλπ. Πβ. Θεοκρ. Εἰδύλλ. 14,15 «ἀνῷξα δὲ βύβλινον αὐτοῖς εὐώδη». Ἰδ. καὶ Ὁμ. γ 390 «κέρασσεν οἴνου ἠδυπότοιο, τὸν ἑνδεκάτῳ ἐνιαυτῷ ᾤιξεν ταμίη») σύνηθ. Ὀψὲ ἐγρύπνεσα τσαὶ τὰ μάτ μ᾿ οὐ πορῶ ν’ ἀνοίξω Ὄφ. Καὶ κατὰ παράλειψιν τοῦ ἀντικ.: Ἄνοιξέ μου σὲ παρακαλῶ (ἐνν. τὴν πόρτα) κοιν. || Φρ. Ἀνοίγω τ’ αὐτιˬά μου (ἀκούω μὲ προσοχήν). Ἀνοίγω τὰ μάτιˬα μου (κοιτάζω μὲ προσοχήν). Ἀνοίγω τὰ μάτια τοῦ δεῖνα (καθιστῶ τὸν δεῖνα προσεκτικὸν, ἐφιστῶ τὴν προσοχήν του ἢ πρότερον ὄντα ἄπειρον πράγματός τινος καθιστῶ ἔμπειρον). Δὲν ἀνοίγω βιβλίο (δὲν μελετῶ). Ἀνοίγω τὴν καρδιά μου (ἀφίνω τὰς ἐπιφυλάξεις, ἐκμυστηρεύομαι). Ἀνοίγω τὸ στόμα μου (ὁμιλῶ) κοιν. Ἀνοίγω τὴν καρδιˬὰ τοῦ δεῖνα (ἀνακουφίζω τινά). Ἀνοίγω τὴν μπουγάδα (ἀφαιρῶ τὸ στακτόπαννον καὶ ἀρχίζω νὰ πλύνω). Ἀνοίγω τὴν τύχη τοῦ δεῖνα (λέγω τὸ μέλλον, μαντεύω). Ἀνοίγω τὴν τύχη μου (συμβουλεύομαι, ἐρωτῶ μάντιν) πολλαχ. Ἀνοίω τὸ νερὸ (ἀνοίγω τὴν δεξαμενὴν τοῦ ἀρδευτικοῦ ὕδατος) Ἄνδρ. Ἀνοίγω χαρτὶν (λέγω τὴν τύχην ἢ ἀνακαλύπτω κλοπιμαῖα διὰ τῆς ψαλτηρομαντείας ἢ κλειδομαντείας) Ὄφ. Χαλδ. Ἀνοίγω λουτρὸν (καταβάλλω τὰ ἔξοδα τοῦ λουτροῦ τῆς μελλονύμφου γινομένου δύο ἡμέρας πρὸ τοῦ γάμου, ἐπὶ τοῦ κουμπάρου) Χαλδ. Ἀνοίγω λαιμὸ (ὁμιλῶ) Τσολλῖν. Ἀνοίγω μὲ κουκκιˬὰ (ἐνν. τὴν τύχη) Κρήτ.|| Παροιμ. Ὁ Θεὸς κλε͜ιεῖ παράθυρο κιˬ ἀνοίγει πόρτα (τὰ δυστυχήματα ἀκολουθοῦν εὐτυχίαι) ἀγν. τόπ. || ᾌσμ. Τὸ παναθύριν ἔν-νοιξεν, ψιλὴν φωνίτσα βγάζει Μεγίστ. Ἄνοιξε τὸ πουgάκι σου τ᾿ ἀργυροξοbλιˬασμένο Κεφαλλ. Ἄνοιξε τὸ παράθυρο, τὸ κρυσταλλένιˬο τζάμι, ποῦ ’ χω δυˬὸ λόγιˬα νὰ σοῦ πῶ καὶ ξανακλείσ’ το πάλι Κρήτ. Ταὶ πο͜ιὸς εἶσαι γνωρίζω σε | τι ἀνοίγω καὶ στολίζω σε (ἀνοίγω ἐνν. τὸ στόμα) Κύπρ. Γυρίζει μπαίνει ’σ-σώπορτα ἀτή της, ἀπατή της, τρέχει τσαὶ πά᾿ ᾿ς την μάνναν της τιˬ ἀνοίγει ταὶ λαλεῖ της (ἀνοίγει ἐνν. τὸ στόμα) αὐτόθ. –Ποίημ. Κι ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν ΔΣολωμ. 247. Καὶ ἀμτβ. ἀνοίγομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀνοίγει ἡ πόρτα - τὸ σεντούκι - τὸ στόμα κοιν. Τὸ παράθυρο ἀνοίγει ᾽ς τὸ δρόμο - ᾿ς τὸν κῆπο - ᾿ς την πλατεῖα (ἡ χρῆσις καὶ μεσν. Πβ. Γρηγορ. 1, 315, 17 (ἔκδ. Βόννης) «ἔλαβε τὰς κλεῖς τῶν πρὸς τὴν Γυρολίμνην ἀνοιγομένων πυλῶν») σύνηθ. || Φρ. Ἀνοίγει ἡ καρδιά μου (εὐχαριστοῦμαι, χαίρω). Ἀνοίγει ἡ τύχη μου (γίνομαι εὐτυχὴς) κοιν. Ἔνοιξεν ἡμέρα (ἀντὶ ἡ ἡμέρα=ἐξημέρωσεν) Τραπ. Ἔνοιξεν ἡμέρα σ᾽ (ἦρθον διὰ σὲ ἡμέραι εὐτυχίας. Συνών. φρ. σοῦ ’φεξε) Χαλδ. Ἀνοίγει ὁ νοῦς μου (ἀναπτύσσομαι, μορφώνομαι) Κεφαλλ. || ᾌσμ. Κ’ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της Πάτμ. Ἀνοίξαν τὰ ᾽πουράνια τσαὶ βγῆκαν δυὸ ἀτζέλοι Ἄνδρ. ιλιˬάδες λόγιˬα νὰ μοῦ ποῦν, καρκιˬά μου ᾽ὲν ’τιˬ ἀν-νοίει (᾿ὲν ’τιˬ ἀντὶ δὲν ᾽κὶ=δὲν) Κύπρ. β) Ἀφαιρῶν τὰ κλινοσκεπάσματα, ἀποκαλύπτω τινὰ κοιμώμενον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔνοιξέ με τὴν νύχταν τὸ μωρὸν κι ἀσ’ σὸν κρύον πονοῦν τὰ στούδ μ’ (ἀσ’ σὸν κρύον=ἀπὸ τὸ κρύο, στούδ=ὀστᾶ) Χαλδ. Ἀπόψ’ ἐζεστστα κ᾿ ἐνοῖγα αὐτόθ. Ἀνοίχκα κὶ κρύουσα Αἰτωλ. Συνών. ξεσκεπάζω. γ) Ἐπὶ διαρρηκτῶν, ἀνοίγω διὰ ρήξεως, ἀνοίγω βιαίως κατάστημα ἢ οἴκημα διὰ νὰ κλέψω κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Τὴ νύχτα μᾶς ἄνοιξαν τὸ σπίτι καὶ μᾶς κλέψανε. Μοῦ ἄνοιξαν τὸ μαγαζὶ κοιν. Οἱ κλέφτ’ ἔνοιξαν τ᾽ ὁσπίτ’ Χαλδ. 2) Προκαλῶ τὴν ἐκ τῶν ᾠῶν ἔξοδον τῶν νεοσσῶν, ἐκκολάπτω Πελοπν. Τσακων.: Ἁ κόα ἀνοῖε σάμερε δεκαπέντε πουλλάντζα (ἡ κόττα ἔβγαλε σήμερον κλπ.) Τσακων. || ᾎσμ. Πάω ’ς τὰ ὄρη τὰ ψηλὰ | νὰ φτε͜ιάσω τὴ φωλεˬά μου, ν’ ἀνοίξω τὰ πουλλιˬά μου Πελοπν. 3) Ἀνορύσσω, ἐκσκάπτω αὔλακα, θεμέλιˬα, λάκκον, τάφον, φρέαρ κττ. ἢ ρυμοτομῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: Ἀνοίγω θεμέλια - λάκκους - πηγάδι - τάφο – χαντάκι κττ. Ἀνοίγω δρόμο. κοιν. Ἀνοῖα κηγάδι τζ’ ἑρέκα ἄδυσσε ὕω (ἤνοιξα φρέαρ καὶ εὗρον ἄφθονον ὕδωρ) Τσακων. || Φρ. Ἀνοίγω τὸν τάφο τοῦ δεῖνα (βυσσοδομῶ κατ᾿ αὐτοῦ) πολλαχ. Πηγάδι θ᾽ ἀνοίξουμε ’δῶ; (λέγεται ὑπὸ τοῦ θέλοντος νὰ διακόψῃ μακρὰς συζητήσεις καὶ παραμονὴν ἐν μέσῃ ὁδῷ) Ἀθῆν. || ᾎσμ. Ἄκουσα βρύσιν ἤνοιξες, ’νοίω κ’ ἐγὼ πηάδι Πάτμ. β) Σκάπτων ἀνοίγω λάκκους πέριξ τοῦ κορμοῦ τῶν κλημάτων ἀμπέλου Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Δὲν ἔνοιξα φέτο τ᾿ ἀμπέλι μου, γιατὶ δὲν εἶχα παράδες. γ) Ἑκθάπτω καὶ μεταφέρω εἰς τὸ κοιμητήριον τὰ ὀστᾶ τεθνεῶτος πολλαχ.: Ἀνοίγω τὸν δεῖνα (βραχυλ. ἀντὶ ἀνοίγω τὸν τάφο τοῦ δεῖνα διὰ νὰ ἀνακομίσω τὰ ὀστᾶ του). Συνών. ἀνακομιδιˬάζω, ξεχώνω. δ) Ἀγρὸν χέρσον μεταβάλλω εἰς ἀρόσιμον πολλαχ.: Ἀνοίγω χωράφι πολλαχ. Ἀνοίγω χέρισο Ἰων. (Κρήν.) Ἄνοιξε τόσες ζευγαρεˬὲς χωράφι Εὔβ. Τὸ χωράφι εἶν᾿ ἀνοιμένο (ἕτοιμον πρὸς ἄροσιν) Πελοπν. (Τριφυλ.) Τὰ ᾿χαμι ἀν’μέν᾽ αὐτεῖνα τὰ χουράφια, ἀλλὰ τώρα ἀρχίζ'νι κὶ λουγγιˬάζ’νι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀγκλῶ Α4β. Καὶ ἀμτβ. μεταβάλλομαι καὶ γίνομαι ἀρόσιμος, ἐπὶ ἀγροῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γιὰ ν᾿ ἀνοίξ’ χουράφ’ πρέπ’ νὰ τοὺ ξιστριμματίῃς. 4) Διανοίγω, σχίζω κοιν.: Ἀνοίγω τ᾿ ἀπόστημα-τὸ σπυρί. Θὰ σ᾿ ἀνοίξω τὸ κεφάλι! (ἀπειλὴ) Θὰ σ᾽ ἀνοίξω ᾿ς τὰ δυˬό! (ἀπειλὴ) κοιν. Ἄνοιξαν τὸν νεκρὸν (χάριν νεκροψίας) σύνηθ. Ἀνοίγω τὸ βόιδι (βραχυλ. ἀντὶ ἀνοίγω τὸ λαιμὸ βοιˬδιˬοῦ διὰ νὰ ἐκρεύσῃ τὸ αἷμά του σφαγέντος) Κέρκ. || Αἴνιγμ. Σκίζω, ᾽νοίζω τὸ δεντρό, | βρίσκω νύφη καὶ γαμπρό, πεθερά καὶ πεθερὸ (τὸ κάρυον) πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἀριστ. Ζῴων ἱστορ 2.1.2 «λέων...τὰ ἐντὸς ἀνοιχθεὶς ὅμοια πάντ’ ἔχει κυνί.». Καὶ ἀμτβ. διανοίγομαι, διαρρήγνυμαι, σχίζομαι κοιν.: Ἄνοιξε τ᾿ ἀπόστημα -ἡ πληγὴ - τὸ σπυρί. Ἄνοιξε ἡ μύτι (ἔπαθεν αἱμορραγίαν. Συνών. φρ. ἀνέλ’σ' ἡ μύτ’, δι’ ἣν ἰδ. ἀναλύω Β3). Ἄνοιξε τὸ κεφάλι μου ἀπὸ τὴ ζέστη - τὴ φασαρία - τοὶς φωνές. Ἄνοιξεν ἡ βάρκα καὶ μπάζει νερά. Ἄνοιξεν ὁ τοῖχος κοιν. Ἀνοίξαν οἱ καταρράχτες τοῦ οὐρανοῦ (ἐπὶ μεγάλων βροχῶν. Πβ. Π.Δ. <Γέν. 7,11> «οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν»). Ἄνοιξεν ἡ μέση του (ἔπαθεν ἀκράτειαν οὔρων) πολλαχ. Ἄνοιξαν τὰ σῦκα ἀπὸ τὴν πολλὴ ὡρ’μότη Παξ. Ν’ ἀν-νοίξ’ ἡ κεφαλή σου κι ὁ ἰμυαλός σου! (ἀρὰ) Σύμ. Ἀνοίγουν τὰ κουκούλλια (ἐκκολάπτονται αἱ ἐν αὐτοῖς ψυχαὶ) Ἄνδρ. Ἄνοιξεν ἡ μέση μου ἀπὸ τὴ bολλὴ δουλειὰ (ἔπαθα χαλάρωσιν, κόπωσιν) Δ. Κρήτ. Ἠνοίξανε οἱ γοφοί μου ἀπὸ τὸ κοίτου κοίτου Ἰων. (Κρήν.) Ἤνοιξεν ἡ φλέβα τοῦ ποταμοῦ Δ. Κρήτ. Ἔ; -Ἔξῃς κι ἀνοίξῃς κι ἀπὸ τὰ νεφρὰ νὰ τρίξῃς! (ἀντιλαβή. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. Στάθ. Β 156 <ἔκδ. ΚΣάθα σ. 133> «ἔξῃς κι ἀνοίξῃς, γάιδαρε») Δ. Κρήτ. || Φρ. Δὲν ἄνοιξε μύτι (οὐδὲ κἂν ἐτραυματίσθη τις, οὐδὲν τὸ σοβαρὸν συνέβη) σύνηθ. || Παροιμ. Ὅταν τὸ καΐκι ἀνοίξῃ, κάθε κακὸς καιρὸς φυσᾷ (τὸν ἀτυχήσαντα καὶ μικρὸν ἐμπόδιον καταβάλλει) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 238, 876. || ᾌσμ. Ὡς ἄνοιξ᾿ ἡ καρδούλλα μου | ν᾽ ἀνοίξ’ ἡ κεφαλή σου! (ἀστεία ἀρὰ) Θήρ. Ἀνοίξαν τὰ οὐράνιˬα καὶ μοῦ ᾿πανε μιˬὰ ρίμα, ὅπ᾿ ἀγαπήσῃ κιˬ ἀρνιστῇ νά ᾽χῃ διπλὸ τὸ κρῖμα (ἡ χρῆσις καὶ μετγν. Πβ. Ματθ. Εὐαγγ. 3, 16 «ἠνεῴχθησαν οἱ οὐρανοὶ») Κρήτ. Ὦ Χάρε, τὸ καΐκι σου εὔκομαι γιˬὰ ν᾿ ἀνοίξῃ καταμεσῆς τῆς θάλασσας γιˬὰ πάντα νὰ σὲ πνίξῃ Νίσυρ. 5) Ἱδρύω, συνιστῶ, ἐπὶ οἰκογενείας ἢ ἐπιχειρήσεως κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἀνοίγω θέατρο-καφενεῖο-μαγαζὶ-σπίτι κττ. κοιν. Ἄνοιξε ὁ δεῖνα δουλειὰ πολλαχ. Ἐσυντρόφεψαν κ᾽ ἐν-νοίξαν ταβέρνα Χίος. Καὶ ἀμτβ. ἱδρύομαι, συνιστῶμαι κοιν.: Ἄνοιξε καινούργιο καφενεῖο-κουρεῖο-μπακάλικο ᾽ς τη γειτονιὰ μας κοιν. Ἄνοιξε μιὰ θέσι ᾿ς τὸ δεῖνα μαγαζὶ - ᾿ς τὸ δεῖνα ὑπουργεῖο Ἀθῆν. 6) Ἀρχίζω κοιν.: Ἀνοίγω (ἐνν. τὸ παιγνίδι=ἔχω τὰ κατάλληλα παιγνιόχαρτα καὶ ἀρχίζω πρῶτος νὰ παίζω, ἐπὶ τῶν παικτῶν τοῦ πόκερ). Ἀνοίγω κουβέντα-μιλιˬὰ-συζήτησι-τουφέκι. κοιν. Ἤν-νοιξε τὸν φαρ-ρᾶν (ἤρχισε νὰ κόπτῃ τὴν χλωρὰν κριθὴν) Κύπρ. Ἐν ἀ-νοίξαν νὰ γεννοῦν ἀκόμα Οἱ ὄρνιθές μου αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἐτεῖνος ἔν᾽ ποῦ νόμιζεν πῶς ἦταν χορατ-τᾶδες, ἐτείνη μὲ παραμικρὸν ἄν-νοιγεν τοὺς καφκᾶδες Κύπρ. Σὰν ἄρχισαν τὸν πόλεμο κι ἀνοίξαν τὸ ντουφέκι, τραυᾶν οἱ δυό τους τὰ σπαθιˬά, τραυᾶνε τὰ κουμπούριˬα (ἀνοίξαν τὸ ντουφέκι=ἤρχισαν τοὺς πυροβολισμοὺς) Πελοπν. Καὶ ἀμτβ. κοιν.: Ἄνοιξε τὸ τριῴδι. Δὲν ἄνοιξαν οἱ δουλειὲς ἀκόμα κοιν. Ἄνοιξε τὸ πάλεμα Κρήτ. Ἄνοιξε ὁ χορὸς ἀγν. τόπ. Ἄ᾽ξι τοῦ παζάρ’ Ἤπ. Ἀνοίξαν οἱ γάμ’ καὶ στεφανώθη’ ὁ δεῖνα Τῆν. β) Τελῶ, ἐπὶ γάμου Σμύρν.: Ἀνοίγει τσοὶ γάμοι καὶ σαράντα ἡμέρες τρώγανε καὶ ξεφαντώνανε (ἐκ παραμυθ.) 7) Προκαλῶ, δημιουργῶ, προξενῶ κοιν.: Ὁ καθαρὸς ἀέρας - τὸ δεῖνα φαεῖ - τὸ χαβγιάρι ἀνοίγει τὴν ὄρεξι. Τὸ δόντι μου μοῦ ἄνοιξε δουλειὰ - φασαρία (μὲ ἐνοχλεῖ πολύ). Θὰ μ᾽ ἀνοίξῃς δουλειὲς μὲ τὰ φερσίματά σου κοιν. Ἀνοίγω φουντανέλλα (πληγὴν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κάθε φασόλι εἶχε τὴ δική του συλλοὴ καὶ δὲ μιλοῦσε καὶ γνωριμιˬὰ δὲν ἄνοιγε ΓΒλαχογιάνν. Γῦρ. ἀνέμ. 28. || Φρ. Ἀνοίγω δουλειὲς μὲ φοῦντες (προξενῶ εἴς τινα δυσχερείας) σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. προκαλοῦμαι, γεννῶμαι κοιν. Ἀνοίγει ἡ ὄρεξι μὲ τὸν ἀέρα. 8) Ἐκτείνω εἰς μῆκος ἢ πλάτος εὐρύνω κοιν. Ἀνοίγω τοὶς ἀγκάλες - τὸ βῆμα – τὰ παπούτσια - τὸ σακκάκι - τὰ φτερά. Ἀνοίγω τὰ παννιὰ τοῦ καϊκιοῦ (ἀναπεταννύω τὰ ἱστία). Ἀνοίγω φύλλο (πλάττω τὴν ζύμην καὶ ἐκτείνων μεταβάλλω εἰς φύλλα διὰ γλυκύσματα) πολλαχ. Ἀνοίγω τὸ πριόνι (ἀκονίζων εὐρύνω τὴν ἀπόστασιν μεταξὺ τῶν ὀδόντων) Ἰων. (Κρήν.) Ἀνοίγω τὸ σωρὸ τοῦ κριθαριοῦ (ἐξαπλώνω κλπ.) Χίος || ᾎσμ. Κ ᾿ ἤνοιξε τοὶς ἀγκάλες της κ’ ἐσφιχταγκάλεˬασέ τον Κάρπ. -Ποιήμ. Κι ἀνεῖ τσ᾽ ἀγκάλες μ᾿ ἔρωτα καὶ μὲ ταπεινοσύνη ΔΣολωμ. 149 Ὁ κλέφτης ἄνοιξε τὸ πάτημά του, πηδᾷ χαλάσματα καὶ λαγκαδιὲς ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 173. Καὶ ἀμτβ. εὐρύνομαι, ἐκτείνομαι κοιν.: Τὰ γάντια - τὸ καππέλλο – τὰ παπούτσια - οἱ κάλτσες ἀνοίγουν ἅμα φορεθοῦν. Ὁ δρόμος ἀνοίγει κοντὰ ᾿ς τὸ γεφύρι κοιν. Ἄν᾽ξι τοὺ πουτάμ’ (ηὐρύνθη ἡ κοίτη τοῦ ποταμοῦ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Δὲν ἀνοίουνε τὰ σκάγια (δὲν ἐξαπλοῦνται, πηγαίνουν ὅλα μαζὶ) Σίφν. β) Μέσ. ἐξαπλώνομαι Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.): Τ᾿ ἐλᾴδ᾿ ἀνοίεται ᾿ς σὸ χαρτὶν Τραπ. || Παροιμ. Ἐλᾴδ᾽ ἂν ἔν ἀνοίεται, νερὸν ἂν ἔν᾽ τσουροῦται (ἐπὶ φημῶν περὶ γεγονότων, ὧν ἡ ἀλήθεια ἢ μὴ ταχέως θὰ ἀποδειχθῇ. ἐλᾷδ’=ἔλαιον, τσουροῦται=ἐλαττοῦται καὶ ἐξαφανίζεται) Κρώμν. 9) Ξαίνω, ἐπὶ ἐρίων Κύθν.: Ἀνοίω τὰ μαλλιά. 10) Ὠθῶν διανοίγω ὁδὸν Πόντ (Ὀφ.): Ἄνοιξο ἐπίσ’ τσ᾿ ἀθρώπους τσαὶ δβα (ἐπίσ’=ὀπίσω, δβα=διάβα). Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποσυρόμενος συντελῶ εἰς τὸν σχηματισμὸν διόδου, ἐπὶ συνκεντρώσεων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κρώμν.): Ἄνοιξεν ὁ κόσμος νὰ περάσῃ ὁ βασιλεάς. Ἀνοίξτε, παιδιά! (συνών. φρ. ἀραιωθῆτε, κάμετε τόπο) σύνηθ. Ἀνοιγέστεν ὀλίγον Κρώμν. || ᾎσμ. Βουνά, λαγκάδιˬα καὶ κλαδιˬά, | ἀνοίχτε νὰ περάσω Πελοπν. Συνών. παραμερίζω. 11) Κάμνω τι νὰ ἀποκτήσῃ φύλλα ἢ ἄνθη ΚΠαλαμ Ὕμν. Ἀθην.2 64: Ποιημ. Ἔξω ᾿ς τὸ δρόμο ᾽ς τὴ δουλειά, ’ς τοῦ κάμπου τὸν ἀέρα, μοῦ ᾽θρεψε ὁ ἥλιος τὸ κορμί καὶ τ᾽ ἄνοιξε ’σὰν ἄνθος Καὶ ἀμτβ. ἀποκτῶ φύλλα ἢ ἄνθη, φυλλοφορῶ, ἀνθοφορῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.): Ἀνοίγουν τ᾽ ἀμπέλια - οί ἀμυγδαλεὲς - τὰ δέντρα - τὰ λουλούδια – τὰ τριαντάφυλλα κοιν. Μηδὲ θ’ ἀνοίξουνε οἱ ἀγκινάρες ἐφέτι Κίμωλ. ᾿Ν-νοίουν τὰ δέντρα Ρόδ. Ἔνοιξαν τὰ τσιτσέκια (ἄνθη) Τραπ. Κλῆμα ἀνοιγμένο Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Φρ. Ἄνοιξαν τὰ σκόρδα του (ἐπὶ νέου ὁ ὁποῖος ἀρχίζει νὰ ἐννοῇ τὸν κόσμον καὶ νὰ ἐρωτοτροπῇ) πολλαχ. Ἄνοιξε τὸ σκορδαράκι του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λεξ. Βλαστ. Ἄνοιξε τὸ κλαρί του (εἰρωνικῶς ἐπὶ τοῦ ὀψέ ποτε εὐδοκιμοῦντος) Πελοπν. || Παροιμ. Τὸ τσιτσέκ’ τὸ τσιτσέκ’ τερεῖ κι ἀνοίζ’ (ἡ ἅμιλλα φέρει τὴν πρόοδον. τσιτσέκ’=ἄνθος, τερεῖ=βλέπει) Τραπ. || ᾌσμ. Πᾶσα πρωὶ μὲ τὸ ταχὺ π᾿ ἀνοίγει τὸ λουλούδι, ἀφρουκαστῆτε νὰ σᾶς πῶ τὸ Σελλιανὸ τραγούδι Κρήτ. Ἀνοίξαν τὰ τριαdάφυλλα, γελοῦνε τὰ λιβάδια Κεφαλλ. Μόν’ καρτερῶ τὴν ἄνοιξι, τ᾽ ὄμορφο καλοκαίρι, π᾿ ἀνοίγει ὁ γάβρος κ᾽ ἡ ὀξυˬά, π᾿ ἀνοίγει τὸ σφεντάμι Πελοπν. Ὁ κρίνος ἔχει ἐννεˬὰ ἀδερφοὺς καὶ ᾿ν-νοίουν μὲ τ’ ἀγιˬάζι Ρόδ. -Ποίημ. Ἄνοιξε νυχτολούλουδο, | ἄνοιξε καὶ μὴ κλείσῃς, τὴν ὄμορφή σου μυρουδιˬὰ | ὡσότου νὰ τὴ χύσῃς ὅλη μέσ’ ’ς τὰ μαλλάκιˬα του ΑΒαλαωρ Ἔργα 2, 49. 12) Φέρω εἰς τὸ πέλαγος, ἀνάγω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ἤτανε πονεν-τογάρbι καὶ μᾶς ἄνοιξε πολὺ Μῆλ. Ὁ ἀέρας ἔνοιξέ με Πόντ. Τὰ ρέματα ἔνοιξαν ἀτο κ’ ἐχάθεν (ἐνν. τὸ καράβι) Κερασ. Ἐπειδὴ ἀνοίχθηκε πολύ, κουράστηκε κ᾽ ἐπνίγηκε Μῆλ. Ἀνοίχτηκε πολὺ τὸ καράβι αὐτόθ. Ἐνοῖγεν τὸ καράβιν ᾿ς σὸ πέλαγος Κερασ. Καὶ ἀμτβ. ἀνάγομαι εἰς τὸ πέλαγος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Δὲ bορούσαμε ν’ ἀνοίξουμε, εἶχε πολὺ ἀγέρα Κύθν. Ἔν-νοιξε τὸ καΐκι δυὸ μίλια Σύμ. Βάζει τους μέσα κ᾿ ἐνοίξαν τοῦ πελάου Λυκ. (Λιβύσσ.) 13) Καθιστῶ τι ὀλιγώτερον ζωηρόν, ἐπὶ χρώματος σύνηθ.: Θέλω ν’ ἀνοίξω λίγο τὸ χρῶμα τοῦ παλτοῦ μου. Ὁ ἥλιος ἄνοιξε τὸ χρῶμα τοῦ καππέλλου μου σύνηθ. Θ’ ἀνοίξω λίγο τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν μου (θὰ τὰ καταστήσω διὰ φαρμάκου πλέον ξανθὰ) Ἀθῆν. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω τὴν ζωηρότητα τοῦ χρώματος κοιν.: Αὐτὸ τὸ χρῶμα θ᾿ ἀνοίξῃ μὲ τὸν καιρό. Ἄνοιξε τὸ χρῶμα ἀπὸ τὸν ἥλιο. Μὲ τὸ πλύσιμο θ’ ἀνοίξῃ τὸ χρῶμα του κοιν. Ἀνοίξαν πολὺ τὰ μαλλιˬά σου (ἔγιναν πολὺ ξανθὰ) Ἀθῆν. Πβ. ξεθωριάζω. 14) Μέσ. ἐκτείνω τὰς ἐπιχειρήσεις μου σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Ἀνοίξου λίγο. Εὑρέθη ἀνοιγμένος πολὺ κ᾿ ἔπεσε (κατεστράφη οἰκονομικῶς) σύνηθ. Ἀνοίιτι παρὰ πουλὺ κὶ θὰ πά’ χαηˬμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μὴν ἀνοίισι κὶ πουλὺ (μὴ κάμνῃς πολλὰς ἣ μεγάλας πιστώσεις) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πολλὰ ἐνοῖγες καὶ καλὸν ᾽κ᾽ ἔν᾿ (’κ’ ἔ'ν’=δὲν εἶναι) Κερασ. Πολλὰ μ’ νοίεσαι (μὴν ἀνοίγεσαι) Χαλδ. 15) Μέσ. ἀναπτύσσομαι διανοητικῶς Πόντ. (Κερασ.): Μάννα, κὰ’κὶ δί με ὁ κύρι μ᾿ γορόσ καὶ πάγω ᾿ς σὴν ξενιτείαν, κερδίζω κιˬ ἀνοίγουμαι κιˬόλα; (μάννα, διατί δὲν μοῦ δίνει ὁ πατήρ μου γρόσια κτλ.) 16) Μέσ. λαμβάνω θάρος, ἐλευθεριάζω Πόντ. (Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἡ θαγατέρα σ᾽ ὅσον τὸ πάει πολλὰ ἀνοίεται Πόντ. Ἐνοῖγεν ἄλλον (ἔλαβε πλέον θάρος) Οἰν Συνών. ξεθαρεύω. Β) Ἀμτβ. 1) Ἄρχομαι τῶν ἐργασιῶν, ἀρχίζω νὰ λειτουργῶ σύνηθ.: Ἄνοιξαν τὰ σχολεῖα. Τὸ θέατρο ἀνοίγει τὸ καλοκαίρι. Ἄνοιξαν οἱ ἐκκλησιὲς ποῦ ’τανε κλεισμένες σύνηθ. 2) Αἰθριάζω κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Ἄνοιξεν μέρα-ὁ καιρὸς κοιν. Ἔνοιξεν οὐρανὸν (ἐγένετο αἴθριος ὁ οὐρ.) Τραπ. Ἂν ἄ’γι νιˬὰ ψίχα οὑ κιρός, θὰ πάινα ὣς ἰκεῖ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πβ. ἀνοιγωίζω 3) Ὀγκοῦμαι, ἐπὶ ἐγκύου γυναικὸς Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.): Ἄνοιξε πολὺ ἡ δεῖνα, εἶναι φαίνεται πολλῶ μηνῶ Ἄνδρ. 4) Ἀναβρύω, ἀναβλύζω σύνηθ.: Ἄνοιξαν οἱ φλέβες τοῦ πηγαδιˬοῦ σύνηθ. Τώρᾳ τὸ Φλεβάρι ἀνοίγουν οἱ φλέβες. Συνών. ἀναβρυσιάζω, φαίνεται πολλῶ μηνῶ Ἄνδρ. 4) Ἀναβρύω, ἀναβλύζω σύνηθ.: Ἄνοιξαν οἱ φλέβες τοῦ πηγαδιοῦ σύνηθ. Τώρᾳ τὸ Φλεβάρι ἀνοίγουν οἱ φλέβες. Συνών. ἀναβρυσιˬάζω 1, ἀναβρυσῶ, ἀναβρύω 1, ἀναδίνω Β7, ἀνατέλλω 3. 5) Ἀποβάλλω τὴν συστολὴν Σύμ.: Ὁ δεῖνα ἔνοιξε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/