ἀνοιγωξεκουμπώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιγωξεκουμπώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνοιγωξεκουμπώνω ἀμάρτ. Μέσ. ᾽νοιωξεκουμπώνομαι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ρ. ἀνοίγω καὶ ξεκουμπώνω.

Σημασιολογία

Ξεκουμπώνω: ᾎσμ. Ξεκούμπωσε τὰ δυὸ κουμπιˬὰ καὶ σφιχτοκλείδωσέ το, νὰ ᾿νο͜ιωξεκουμπώνεσαι τὰ δυὸ κουμπιὰ ἀσημένια, νὰ σε χτυπᾷ ἡ μυρωδιˬὰ νὰ μὲ θυμᾶσ᾿ ἐμένα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/