ἀνοίγωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοίγωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοίγωτος ἐπίθ. ἀνοίγουτους Μακεδ. (Σέρρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀνοιγωτὸς<ἀνοίγω προσλαβόντος σημ. στερήσεως διὰ τῆς προπαροξυτονίας. Ἰδ. ἀ- στερητ. 2α. Περὶ τῆς λ. πβ. καὶ ΠΠαπαγεωργ. ἐν Ἀθηνᾷ 23 (1911) 94.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἀνοιχθεὶς ἢ μὴ τεθεὶς εἰς χρῆσιν, ἀμεταχείριστος ἐπὶ ἐνδύματος παρθένου. Συνών. ἀνοίγατος. Πβ. ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2. ἀφόρετος, καινούργιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA