ἀνοίκιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοίκιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνοίκιˬαστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀνοίκιˬαστους βόρ. ἰδιώμ. ἀνοίκιˬαγος Κεφαλλ. ᾽νοίκιˬαγος Πελοπν. (Πάτρ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *νοικιˬαστός<νοικιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δοθεὶς ἐπὶ ἐνοικίῳ, ὁ μὴ ἐκμισθωθεὶς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Σπίτι-χτῆμα ἀνοίκιˬαστο σύνηθ. || Φρ. Τὰ ψηλὰ τά ’χει ἀνοίκιˬαστα (ἔχει τὰ ἄνω διαμερίσματα ἄνευ ἐνοίκου, ἤτοι ἔχει την κεφαλὴν κενὴν) Χίος Συνών. ἄνοικος , ξενοίκιˬαστος, ξένοικος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/