ἀνοικόκυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοικόκυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοικόκυρος ἐπίθ. (ΙΙ) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Κάμπος Λακων. Πλάτσ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. νοικοκυρε͜ιό.
Σημασιολογία
Ἀνοικοκύρευτος 2, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἄθρωπος ἀνοικόκυρος Κάμπος Λακων. Γυναῖκα ἀνοικόκυρη Ἀρεόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA