ἀνοιχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνοιχτὰ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀ᾽χτὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀνοιὰ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτός.
Σημασιολογία
1) Οὐχὶ κλειστά, ἀναπεπταμένως κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων.: Βρῆκα τὸ σπίτι ἀνοιχτά. Κοιμᾶται ἀνοιχτά. Ὁ μπακάλης ἔχει ἀνοιχτά. Ἀφῆκε ἀνοιχτὰ τὴν πόρτα - τὸ παράθυρο κττ. Ἐδῶ εἶν᾽ ἀνοιχτὰ (ἀνοικτὸν μέρος ἀναπεπταμένον) κοιν. Συνών. ἀκλείδωτα ἀντίθ. κλειστά. 2) Μακρὰν Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) Σίφν: Τραύα ἀνοιχτά! Λακων. Εἶναι ἀνοιχτὰ ἀπὸ στερεὰ Σίφν. Ἀνοιχτὰ ἐσταθῆτε (ἀν. σταθῆτε, ἤτοι ἀραιωθῆτε, κάμετε τόπον) Ὄφ. Τραπ. Συνών. ἀλλάργα 1, μακριά, ἀντίθ. κοντά, σιμά. β) Μακρὰν τῆς ἀκτῆς, εἰς τὸ πέλαγος σύνηθ.: Τὸ καράβι ἄραξε ἀνοιχτά. 3) Ἀορίστως, γενικῶς Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Μοῦ ᾽μιλοῦσε ἀνοιχτά, μὰ ᾽γὼ τὸν κατάλαβα. 4) Εἰλικρινῶς, ἀνυποκρίτως ἐνιαχ. καὶ Πόντ.(Τραπ.): Ἀνοιχτὰ μοῦ μίλησε ὁ ἄνθρωπος ἐνιαχ. 5) Ἄνευ μέτρου, ἄνευ περιορισμοῦ, μετὰ σπατάλης σύνηθ.: Παίζει πολὺ ἀνοιχτὰ σύνηθ. || Φρ. Παγαίνου ἀ᾽χτὰ (σπαταλῶ, ἀσωτεύω) Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA