ἀνοιχτάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνοιχτάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνοιχτάδα ἡ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).

Σημασιολογία

Τόπος ἔχων εὐρὺν ὁρίζοντα, ἀναπεπταμένος: Τσ’ ἀνοιχτάδες τοῦ χωριˬοῦ μας δὲ τζοὶ βρίχνεις εὔκολα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνοιξι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/