ἀνοιχτόκαρδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνοιχτόκαρδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνοιχτόκαρδος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀν-νοιχτόκαρδος Χίος ἀ᾿χτόκαρδους βόρ. ἰδιώμ. ἀνεχτόκαρδος Πόντ. (Οἰν.) ἀνοιχτοκάρδης Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνοιχτὸς καὶ τοῦ οὐσ. καρδιˬά.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἔχων τὸ στῆθος γυμνὸν Πόντ. (Τραπ.) 2) Ὁ ἔχων εὐρὺν ὁρίζοντα, ἐπὶ τόπου Θεσσ. (Ζαγορ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) -Λεξ. Περίδ. Βυζ. -ΓΣτρατήγ. Τραγούδ. τοῦ νησ. 37: Ἀνοιχτόκαρδον αὐλὴ Τραπ. || Ποίημ. ’Σ τοῦ κήπου του τοὶς εὐωδιˬές, | ᾿ς τὴν ἀνοιχτόκαρδη βεράντα, κἄτι σοῦ λέει πῶς κ’ οἱ καρδιˬὲς | μ’ ἀγάπη ἀνθίζουν πάντα ΓΣτρατήγ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀνοιχτὸς Α4. 3) Εὐρύχωρος, εὐάερος, ἐπὶ οἰκίας Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Χίος: Σπίτ’ ἀνοιχτόκαρδο Φιλιππούπ. Β) Μεταφ. 1) Εἰλικρινής, ἀφελὴς εἰς τοὺς τρόπους σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Συνών. *ἀνοιχτοκάτσης, ἀνοιχτοπρόσωπος, ἀνοιχτὸς Β3. 2) Εὔθυμος, φαιδρὸς, εὐτράπελος κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος. Ἀνοιχτόκαρδη γυναῖκα. Ἀνοιχτόκαρδο παιδὶ σύνηθ. Συνών. ἀβέρτος Β2, γελαστός, πρόσχαρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA